περίσεπτος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />vénéré.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σέβομαι. | |btext=ος, ον :<br />vénéré.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σέβομαι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έπτη, -ον, Α [[σεπτός]]<br />εξαιρετικά [[σεπτός]], πολύ τιμημένος, πολύ [[σεβάσμιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A much-revered, much-honoured, A.Eu.1038 (lyr.), Agathocl.2.
German (Pape)
[Seite 591] auch 3 Endgn, sehr verehrt, verehrungswürdig; καὶ τιμαῖς καὶ θυσίαις περίσεπται, Aesch. Eum. 990; Ath. VIII, 376 a.
Greek (Liddell-Scott)
περίσεπτος: -η, -ον, λίαν τετιμημένος, σεβάσμιος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1038 (ἐφθαρμένον χωρίον), Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
vénéré.
Étymologie: περί, σέβομαι.
Greek Monolingual
-έπτη, -ον, Α σεπτός
εξαιρετικά σεπτός, πολύ τιμημένος, πολύ σεβάσμιος.