τερατουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui fait des choses extraordinaires ; ὁ [[τερατουργός]] faiseur de tours, charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[τέρας]], [[ἔργον]].
|btext=ός, όν :<br />qui fait des choses extraordinaires ; ὁ [[τερατουργός]] faiseur de tours, charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[τέρας]], [[ἔργον]].
}}
{{grml
|mltxt=-ό / [[τερατουργός]], -όν, ΝΑ <b>νεοελλ.</b> [[αγύρτης]], [[απατεώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εκτελεί θαυμαστές, καταπληκτικές πράξεις, [[θαυματοποιός]], [[μάγος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για τον θεό ως δημιουργό) [[επιτελώ]] έργα άξια θαυμασμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιδηρ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτουργός Medium diacritics: τερατουργός Low diacritics: τερατουργός Capitals: ΤΕΡΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: teratourgós Transliteration B: teratourgos Transliteration C: teratourgos Beta Code: teratourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A wonder-worker, D.S. 34/5.2.5, Ptol.Tetr.160, Luc.Gall.4: Adj., τ. ἡδονή Ph.2.267.

German (Pape)

[Seite 1093] Wunder thuend, Gaukeleien treibend, der Zauberer, Gaukler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος θαύματα, Διόδ. Ἐκλ. 526, 101, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 4.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait des choses extraordinaires ; ὁ τερατουργός faiseur de tours, charlatan.
Étymologie: τέρας, ἔργον.

Greek Monolingual

-ό / τερατουργός, -όν, ΝΑ νεοελλ. αγύρτης, απατεώνας
αρχ.
αυτός που εκτελεί θαυμαστές, καταπληκτικές πράξεις, θαυματοποιός, μάγος
μσν.
(για τον θεό ως δημιουργό) επιτελώ έργα άξια θαυμασμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρ-ουργός].