ὑπόροφος: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ὑπώροφος]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ὑπώροφος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόροφος]], -ον, ΝΜΑ<br />(δ. γρφ.) [[υπώροφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «υπόροφη [[βλάστηση]]» ή, [[απλώς]], «ο [[υπόροφος]]»<br /><b>οικολ.</b> το [[σύνολο]] τών δέντρων και τών θάμνων που φύονται [[κάτω]] από την [[κομοστέγη]] τών δέντρων και συγκροτούν τον κύριο πληθυσμό ενός δάσους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὑπόροφος]] βοή» — ο [[απαλός]] [[ήχος]] του αυλού. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (from ὄροφος, reed) ὑ. βοά
A the soft note of the pipe, E.Or.147 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1230] = ὑπώροφος. Aber βοά Eur. Or. 147 ist die sanft aus dem Rohr ertönende Stimme.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόροφος: καὶ ὑπορόφιος, ἴδε ἐν λ. ὑπώρ-· ἀλλὰ ΙΙ. (ἐκ τοῦ ὄροφος, κάλαμος), ὑπ. βοά, ὁ μαλακὸς ἦχος τοῦ αὐλοῦ, Εὐρ. Ὀρ. 147, ἴδε Pors.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ὑπώροφος.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόροφος, -ον, ΝΜΑ
(δ. γρφ.) υπώροφος
νεοελλ.
φρ. «υπόροφη βλάστηση» ή, απλώς, «ο υπόροφος»
οικολ. το σύνολο τών δέντρων και τών θάμνων που φύονται κάτω από την κομοστέγη τών δέντρων και συγκροτούν τον κύριο πληθυσμό ενός δάσους
αρχ.
φρ. «ὑπόροφος βοή» — ο απαλός ήχος του αυλού.