ἐρεβώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />ténébreux <i>ou</i> sombre comme l’Érèbe.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρεβος]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />ténébreux <i>ou</i> sombre comme l’Érèbe.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρεβος]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ώδες (Α ἐρεβῶδης, -ῶδες) [[έρεβος]]<br />αυτός που [[είναι]] [[σκοτεινός]] όπως το [[έρεβος]], ο [[κατασκότεινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> ο [[σκοτεινός]] στην [[ψυχή]], ο [[γεμάτος]] κακίες, ο [[μοχθηρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A dark as Erebos, θάλασσα Lyr.Adesp.132 (=Trag.Adesp.377), cf. Apollod.1.1.2, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10.
German (Pape)
[Seite 1023] ες, erebusartig, dunkel, θάλασσα, p. bei Plut. superst. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρεβώδης: -ες, σκοτεινὸς ὡς τὸ Ἔρεβος, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 169C, 475F.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
ténébreux ou sombre comme l’Érèbe.
Étymologie: ἔρεβος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ώδες (Α ἐρεβῶδης, -ῶδες) έρεβος
αυτός που είναι σκοτεινός όπως το έρεβος, ο κατασκότεινος
νεοελλ.
μτφ. ο σκοτεινός στην ψυχή, ο γεμάτος κακίες, ο μοχθηρός.