πραγματοδίφης: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />chercheur d’affaire, chicaneur.<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]], [[διφάω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />chercheur d’affaire, chicaneur.<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]], [[διφάω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που επιζητεί έριδες, δίκες («ἀλλὰ [[κλητήρ]] εἰμι νησιώτικος... καὶ [[πραγματοδίφης]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δίφης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διφῶ</i> «[[ψάχνω]], [[ερευνώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αστρο</i>-<i>δίφης</i>, <i>ιστοριο</i>-<i>δίφης</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραγμᾰτοδίφης Medium diacritics: πραγματοδίφης Low diacritics: πραγματοδίφης Capitals: ΠΡΑΓΜΑΤΟΔΙΦΗΣ
Transliteration A: pragmatodíphēs Transliteration B: pragmatodiphēs Transliteration C: pragmatodifis Beta Code: pragmatodi/fhs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A one who hunts after lawsuits, pettifogger, Ar.Av.1424.

German (Pape)

[Seite 693] ὁ, der Händelsucher, Ar. Av. 1424.

Greek (Liddell-Scott)

πραγμᾰτοδίφης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐπιδιώκων δίκας, δικολόγος, Ἀριστ. Ὄρν. 1424.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chercheur d’affaire, chicaneur.
Étymologie: πρᾶγμα, διφάω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που επιζητεί έριδες, δίκες («ἀλλὰ κλητήρ εἰμι νησιώτικος... καὶ πραγματοδίφης», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. αστρο-δίφης, ιστοριο-δίφης].