χοιρόθλιψ: Difference between revisions

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
(Bailly1_5)
(46)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=όθλιβος (ὁ, ἡ)<br />débauché.<br />'''Étymologie:''' [[χοῖρος]], [[θλίβω]].
|btext=όθλιβος (ὁ, ἡ)<br />débauché.<br />'''Étymologie:''' [[χοῖρος]], [[θλίβω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ιβος, ὁ, ἡ, Α<br />(σε σχολιαστή του <b>Αριστοφ.</b>) «χοιρόθλιβα<br />τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον ἀποθλίβοντα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖρος]] «γυναικείο [[αιδοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>θλιψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θλίβω]] «[[λειώνω]], [[συντρίβω]]»)].
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1362] ιβος, ein Schwein drückend, befühlend, aber auch die weibliche Schaam berührend, Ar. Vesp. 1364.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρόθλιψ: ιβος, ὁ, ἡ, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας (ἐκ τοῦ χοῖρος Ι. 2), ὁ τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον ἀποθλίβων, Ἀριστοφ. Σφ. 1364.

French (Bailly abrégé)

όθλιβος (ὁ, ἡ)
débauché.
Étymologie: χοῖρος, θλίβω.

Greek Monolingual

-ιβος, ὁ, ἡ, Α
(σε σχολιαστή του Αριστοφ.) «χοιρόθλιβα
τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον ἀποθλίβοντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος «γυναικείο αιδοίο» + -θλιψ (< θλίβω «λειώνω, συντρίβω»)].