χαλκόπους: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> -ποδος<br /><b>1</b> aux pieds d’airain ; <i>fig.</i> infatigable;<br /><b>2</b> aux chaussures d’airain ; aux sabots ferrés d’airain;<br /><b>3</b> au sol d’airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[πούς]].
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> -ποδος<br /><b>1</b> aux pieds d’airain ; <i>fig.</i> infatigable;<br /><b>2</b> aux chaussures d’airain ; aux sabots ferrés d’airain;<br /><b>3</b> au sol d’airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[πούς]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[χαλκεόπους]], -ουν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χάλκινα πόδια<br /><b>2.</b> αυτός που φορεί χάλκινα πέδιλα<br /><b>3.</b> (γενικά) αυτός που έχει χάλκινη [[βάση]], χάλκινα θεμέλια<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) (στον Όμ.) (για [[άλογο]]) [[ακαταπόνητος]] («ὑπ' [[ὄχεσφι]] τιτύσκετο χαλκόποδ' ἵππῳ ὠκυπέτα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (για τις Ερινύες) αυτός που καταδιώκει αδιάκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀργυρό</i>-[[πους]], [[ταχύ]]-[[πους]]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόπους Medium diacritics: χαλκόπους Low diacritics: χαλκόπους Capitals: ΧΑΛΚΟΠΟΥΣ
Transliteration A: chalkópous Transliteration B: chalkopous Transliteration C: chalkopous Beta Code: xalko/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,

   A with feet of bronze, τρίπους E.Supp.1197; ὀδός, founded on bronze, S.OC57 (expld. by Sch. with ref. to copper-mines): in Hom. of horses, to express the solid strength of their hoofs, χαλκόποδ' ἵππω Il.8.41; ταῦροι Pherecyd.112J.; χ. Ἐρινύς, to express her untiring pursuit, S.El.491 (lyr.); of Empedocles, with bronze slippers, Luc.DMort.20.4.

German (Pape)

[Seite 1331] -πουν, gen. -ποδος, erzfüßig; τρίπους Eur. Suppl. 1196; mit ehernen Füßen. oder Hufen, Beiwort des Rosses, Il. 8, 41. 13, 23; Ἐρινύς, mit ehernem, festem Tritt, Soph. El. 482; auch ὁδός, O. C. 57.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας ἐκ χαλκοῦ, τρίπους Εὐρ. Ἱκ. 1196· ― παρ’ Ὁμ. ἐπὶ ἵππων, εἰς δήλωσιν τῆς μεγάλης ἰσχύος τῶν ὁπλῶν αὐτῶν, χαλκόποδ’ ἵππω, ἔχοντες χαλκίνους πόδας, χαλκίνας ὁπλάς, Ἰλ. Θ. 41, Ν. 23· χ. Ἐρινύς, εἰς δήλωσιν τῆς ἀκαταπονήτου ὑπ’ αὐτῶν καταδιώξεως, Σοφ. Ἠλ. 491· ἐπὶ τοῦ Ἐμπεδοκλέους ὡς φέροντος χαλκᾶ πέδιλα, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 4· ― ἐν Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 57, χαλκόπους ὁδός, σημαίνει ἁπλῶς οὐδὸν (κατώφλιον) ἐκ χαλκοῦ, πρβλ. 1591.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. -ποδος
1 aux pieds d’airain ; fig. infatigable;
2 aux chaussures d’airain ; aux sabots ferrés d’airain;
3 au sol d’airain.
Étymologie: χαλκός, πούς.

Greek Monolingual

και χαλκεόπους, -ουν, Α
1. αυτός που έχει χάλκινα πόδια
2. αυτός που φορεί χάλκινα πέδιλα
3. (γενικά) αυτός που έχει χάλκινη βάση, χάλκινα θεμέλια
4. μτφ. α) (στον Όμ.) (για άλογο) ακαταπόνητος («ὑπ' ὄχεσφι τιτύσκετο χαλκόποδ' ἵππῳ ὠκυπέτα», Ομ. Ιλ.)
β) (για τις Ερινύες) αυτός που καταδιώκει αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἀργυρό-πους, ταχύ-πους].