ταυροσφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l’on immole un taureau <i>ou</i> des taureaux.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[σφάττω]].
|btext=ος, ον :<br />où l’on immole un taureau <i>ou</i> des taureaux.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[σφάττω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που σφάζει ταύρους, [[ιδίως]] για [[θυσία]] ή αυτός [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του οποίου θυσιάζονται ταύροι («[[ταυροσφάγος]] [[ἡμέρα]]» — [[ημέρα]] θυσιών, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σφάγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφάζω]], <b>πρβλ.</b> [[σφαγή]]), <b>πρβλ.</b> <i>χοιρο</i>-<i>σφάγος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροσφάγος Medium diacritics: ταυροσφάγος Low diacritics: ταυροσφάγος Capitals: ΤΑΥΡΟΣΦΑΓΟΣ
Transliteration A: taurosphágos Transliteration B: taurosphagos Transliteration C: tavrosfagos Beta Code: taurosfa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A bull-slaughtering, esp. in sacrifice, τ. ἡμέρα S.Tr.609; τ. λέαινα Lyc.47; of dithyrambic poets, Tz.Diff. Poet.17.

German (Pape)

[Seite 1074] wie ταυροκτόνος, Stiere schlachtend, opfernd, ἡμέρα, der Opfertag, Soph. Trach. 606.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροσφάγος: -ον, (√ΣΦΑΓ, σφάττω) ὡς τὸ ταυροκτόνος, ὁ σφάζων ταύρους, μάλιστα ἐν θυσίᾳ, τ. ἡμέρα, ταυροκτόνος, Σοφ. Τρ. 609· τ. λέαινα Λυκόφρ. 47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l’on immole un taureau ou des taureaux.
Étymologie: ταῦρος, σφάττω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σφάζει ταύρους, ιδίως για θυσία ή αυτός κατά τη διάρκεια του οποίου θυσιάζονται ταύροι («ταυροσφάγος ἡμέρα» — ημέρα θυσιών, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -σφάγος (< σφάζω, πρβλ. σφαγή), πρβλ. χοιρο-σφάγος].