Σύβαρις: Difference between revisions
ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering
(Bailly1_4) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιδος, <i>ion.</i> -ιος (ἡ) :<br />Sybaris, <i>ville de la Grande-Grèce, renommée pour la mollesse de ses mœurs</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -. | |btext=ιδος, <i>ion.</i> -ιος (ἡ) :<br />Sybaris, <i>ville de la Grande-Grèce, renommée pour la mollesse de ses mœurs</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άρεως, ή, και ιων. τ. γεν. -[[άριος]] και -άριδος, Α<br /><b>1.</b> αρχαία ελληνική [[αποικία]] στην Λευκανία της Κάτω Ιταλίας, γνωστή για την [[φιληδονία]] και την τρυφηλοτητα τών κατοίκων της<br /><b>2.</b> σαρκοφάγο [[τέρας]] που κατοικούσε σε [[σπηλιά]] [[κοντά]] στους Δελφούς και καταβρόχθιζε ανθρώπους και ζώα, αλλ. [[Λάμια]]<br /><b>3.</b> <b>ως προσηγ.</b> [[σύβαρις]]<br />[[φιληδονία]], [[τρυφηλότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, gen. εως D.S.8 Fr.19, Ath.12.521a; dat. ει Ar.V. 1435; Ion. gen. ιος Hdt.6.21; also ιδος Str.8.7.5, Philostr.VA4.27:—Sybaris, Hdt.5.44, etc. II as Appellat., luxury, voluptuousness, συβάριδος μεστοί Philostr. l.c., cf. Plu.Crass.32.
Greek (Liddell-Scott)
Σύβᾰρις: [ῠ], ἡ· γεν. εως, Διοδ. Ἐκλογ. 550. 93, Ἀθήν. 521Α· δοτικ. ει Ἀριστοφ. Σφ. 1435· Ἰων. γεν. -ιος Ἡρόδ.· καὶ -ιδος Στράβ. 386, Φιλόστρ. 166· - πόλις ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἑλλάδι κειμένη ἐπὶ ποταμοῦ ὁμωνύμου καὶ διάσημος ἐπὶ τῇ φιληδονίᾳ καὶ ἁβρότητι τῶν κατοίκων αὐτῆς, Ἡρόδ. 5. 44, κτλ. ΙΙ. ὡς προσηγορικόν, πολυτέλεια, φιληδονία, τρυφηλότης, συβάριδος μεστοὶ Φιλόστρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. Πλουτ. Κράσσ. 32. (Ἐκ τοῦ σοβαρός, κατὰ τὸν Valck. εἰς Καλλίμ. σ. 182. Ἀλλ’ ἀναμφιβόλως τὸ ὄνομα τῆς πόλεως ᾖτο παλαιότερον τῆς ἡδυπαθείας καὶ ἀλαζονείας τῶν κατοίκων της, ἂν καὶ ἔτι κατὰ τοὺς παλαιοτάτους χρόνους ἦτο γνωστὴ ἡ ἁβρότης τοῦ Συβαριτικοῦ βίου, ὅθεν, φαίνεται, παρήχθησαν αἱ λέξεις Συβαρίζω, Συβαριασμός).
French (Bailly abrégé)
ιδος, ion. -ιος (ἡ) :
Sybaris, ville de la Grande-Grèce, renommée pour la mollesse de ses mœurs.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
-άρεως, ή, και ιων. τ. γεν. -άριος και -άριδος, Α
1. αρχαία ελληνική αποικία στην Λευκανία της Κάτω Ιταλίας, γνωστή για την φιληδονία και την τρυφηλοτητα τών κατοίκων της
2. σαρκοφάγο τέρας που κατοικούσε σε σπηλιά κοντά στους Δελφούς και καταβρόχθιζε ανθρώπους και ζώα, αλλ. Λάμια
3. ως προσηγ. σύβαρις
φιληδονία, τρυφηλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].