μόναυλος: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui fait un solo de flûte;<br /><b>2</b> qui chante <i>ou</i> joue sur un seul ton ; <i>subst.</i> ὁ [[μόναυλος]] sorte de flûte égyptienne.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[αὐλός]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui fait un solo de flûte;<br /><b>2</b> qui chante <i>ou</i> joue sur un seul ton ; <i>subst.</i> ὁ [[μόναυλος]] sorte de flûte égyptienne.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[αὐλός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μόναυλος]], ὁ (Α)·1. αυτός που παίζει με έναν μόνο αυλό<br /><b>2.</b> [[είδος]] αυλού<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μόναυλος]] -<i>ον</i><br />αυτός που παίζεται με έναν μόνο αυλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐλός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δί</i>-<i>αυλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόναυλος Medium diacritics: μόναυλος Low diacritics: μόναυλος Capitals: ΜΟΝΑΥΛΟΣ
Transliteration A: mónaulos Transliteration B: monaulos Transliteration C: monavlos Beta Code: mo/naulos

English (LSJ)

ὁ, (αὐλός)

   A player on the single flute, Hedyl. ap.Ath.4.176c.    2 μόναυλος (sc. κάλαμος), ὁ, flute, S.Fr.241, Anaxandr.18, cf. 51, Arar.13.    II as Adj. Pass., played on a single flute, μόναυλον μέλος Sopat.2.

German (Pape)

[Seite 201] ὁ, eine Art Flöte, bes. in Alexandrien, die vielleicht nur einen Ton angab, Ath. IV, 175, mit Belegen aus Soph. u. den comic.; auch τὸ μόναυλον μέλος, aus Sopat., vgl. Poll. 4, 75.

Greek (Liddell-Scott)

μόναυλος: ὁ, (αὐλὸς) ὁ παίζων ἐπὶ ἑνὸς μόνου αὐλοῦ, αὐλητής, Ἡδύλος παρ’ Ἀθην. 176C. 2) μόναυλος, (ἐξυπακ. κάλαμος), ὁ, αὐλός, «φλογέρα», μόναυλον ηὔλουν Ἀναξανδρ. ἐν «Θησεῖ» 2, πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν «Φιαλοφόρῳ» 1, Ἀραρὼς ἐν «Πανὸς γοναῖς» 1· οἱ αὐλοὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἦσαν διπλοῖ, ἴδε αὐλός. ΙΙ. ὡς παθ. ἐπίθετ., ὁ παιζόμενος ἐπὶ ἑνὸς μόνου αὐλοῦ, μόναυλον μέλος Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 176Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait un solo de flûte;
2 qui chante ou joue sur un seul ton ; subst.μόναυλος sorte de flûte égyptienne.
Étymologie: μόνος, αὐλός.

Greek Monolingual

μόναυλος, ὁ (Α)·1. αυτός που παίζει με έναν μόνο αυλό
2. είδος αυλού
3. ως επίθ. μόναυλος -ον
αυτός που παίζεται με έναν μόνο αυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + αὐλός (πρβλ. δί-αυλος)].