πηνέλοψ: Difference between revisions
ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οπος (ὁ) :<br />espèce de canard <i>ou</i> d’oie sauvage.<br />'''Étymologie:''' DELG beaucoup de noms d’oiseaux en -οψ. | |btext=οπος (ὁ) :<br />espèce de canard <i>ou</i> d’oie sauvage.<br />'''Étymologie:''' DELG beaucoup de noms d’oiseaux en -οψ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δωρ. τ. [[πανέλοψ]], -οπος, ὁ, Α<br />[[είδος]] νήσσας, πάπιας, με πορφυρές ταινίες στο πτέρωμά της, κοινώς γνωστό [[σήμερα]] ως [[σφυριχτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>οψ</i>, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (<b>πρβλ.</b> <i>αέρ</i>-<i>οψ</i>, <i>δρύ</i>-<i>οψ</i>, <i>μέρ</i>-<i>οψ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
Aeol. and Dor. πᾱν-, οπος, ὁ, a parti-coloured
A duck, Alc. 84, Ibyc.8, Ar.Av.298, 1302, Ion Trag.68, Arist.HA593b23.
German (Pape)
[Seite 611] οπος, ὁ bei Schol. Ar. Av. 1302, ἡ Ibyc. 13, eine bunte, purpurstreifige Entenart; Ar. Av. 298. 1302; Arist. H. A. 8, 5, vgl. Tzetz. Lycophr. 792.
Greek (Liddell-Scott)
πηνέλοψ: Αἰολ. καὶ Δωρ. πᾱν-, οπος, ὁ, εἶδος νήσσης μετὰ πορφυρῶν γραμμῶν, πιθ. Anas Penelope, Ἀλκαῖ. 81, Ἴβυκ. 7, Ἀριστοφ. Ὄρν. 298, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 16· ― παρ᾿ Ἰβύκῳ ὁ Bgk. ἀναγινώσκει ποικιλοπανέλοπες (χάριν τοῦ μέτρου).
French (Bailly abrégé)
οπος (ὁ) :
espèce de canard ou d’oie sauvage.
Étymologie: DELG beaucoup de noms d’oiseaux en -οψ.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πανέλοψ, -οπος, ὁ, Α
είδος νήσσας, πάπιας, με πορφυρές ταινίες στο πτέρωμά της, κοινώς γνωστό σήμερα ως σφυριχτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -οψ, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (πρβλ. αέρ-οψ, δρύ-οψ, μέρ-οψ)].