ἀποτροπή: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
(Bailly1_1) |
(big3_6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de détourner, d’écarter (un malheur, un danger, <i>etc.</i>) ; <i>en gén.</i> action d’écarter, d’empêcher, de prévenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποτρέπω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />action de détourner, d’écarter (un malheur, un danger, <i>etc.</i>) ; <i>en gén.</i> action d’écarter, d’empêcher, de prévenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποτρέπω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. lír. -ά E.<i>Hel</i>.360<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[alejamiento]], [[prevención]], [[conjuro]] esp. c. gen., de cosas negativas fuera del control humano αἰτοῦ τῶνδ' ἀποτροπὴν τελεῖν A.<i>Pers</i>.217, ἄλλοσ' ἀποτροπὰ κακῶν γένοιτο E.l.c., τῶν φαύλων Luc.<i>IConf</i>.5, λυπῶν Pl.<i>Prt</i>.354b, τῶν μελλόντων κινδύνων Isoc.7.16, cf. 20.12, τεράτων Plu.<i>Fab</i>.18, δαιμόνων ... φαύλων Plu.2.417c, cf. 284c.<br /><b class="num">2</b> [[disuasión]] por medio de castigos y miedo ἀποτροπήν τινα ἔχειν ἢ νόμων ἰσχύι ἢ ἄλλῳ τῳ δεινῷ Th.3.45, τούτῳ [[δεῖ]] τινος ἀποτροπῆς ἐσχάτης Pl.<i>Lg</i>.881a, ἀποτροπῆς [[γοῦν]] [[ἕνεκα]] ... κολάζει Pl.<i>Prt</i>.324b, cf. <i>Lg</i>.853c, Aen.Tact.10.3<br /><b class="num">•</b>por medio de una mentira ἀποτροπῆς [[ἕνεκα]] ... χρήσιμον γίγνεται Pl.<i>R</i>.382c<br /><b class="num">•</b>basada en argumentos, Pl.<i>Thg</i>.128d<br /><b class="num">•</b>op. προτροπή Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.3, Arist.<i>Rh</i>.1358<sup>b</sup>9, 1360<sup>b</sup>10, Anaximen.<i>Rh</i>.1421<sup>b</sup>22, D.L.3.93<br /><b class="num">•</b>c. gen. προτροπὴν ἀρετῆς καὶ κακίας ἀποτροπήν I.<i>BI</i> 2.156, τοῦ πράγματος D.H.11.52, τῆς αὐτοχειρίας I.<i>BI</i> 3.383<br /><b class="num">•</b>ἐπ' ἀποτροπῇ τοῦ μέλλοντος χρόνου como medio de disuasión para el futuro</i> I.<i>AI</i> 19.268.<br /><b class="num">II</b> [[deserción]], [[abandono]], [[acción de zafarse]] ἀποτροπῆς πρόφασις (el tomar precauciones contra el enemigo era considerado) un pretexto para zafarse</i> Th.3.82.<br /><b class="num">III</b> [[desvío]], [[desviación]] del curso del agua (ὕδωρ) φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ κλοπαῖς Pl.<i>Lg</i>.845d<br /><b class="num">•</b>fig. εἰς ἀποτροπὴν τῶν διδαγμένων ὑφ' ἡμῶν Iust.Phil.<i>Apol</i>.46.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A turningaway, averting, A.Pers.217; ἄλλοσ' ἀποτροπὰ κακῶν γένοιτο, i.e. ἄλλοσε ἀποτρέποιτο κακά, E.Hel.360; λυπῶν ἀπαλλαγάς τε καὶ ἀποτροπάς Pl.Prt.354b; τεράτων ἀ., Lat. procuratio, Plu.Fab.18. 2 diverting, of water, Pl.Lg.845d. 3 prevention, Th.3.45; ἀποτροπῆς ἕνεκα κολάζειν Pl.Prt.324b, cf.R.382c. 4 dissuasion, Id.Thg. 128d; opp. προτροπή, Arist.Rh. 1358b9, Chrysipp.Stoic.3.3. II (from Med.) desertion of one's party, 'ratting', Th.3.82.
German (Pape)
[Seite 332] ἡ, 1) die Abwendung, Aesch. Pers. 213; καὶ ἀπαλλαγαί Plat. Prot. 354 b; καὶ κλοπαί Legg. VIII, 845 d; ἀποτροπῆς ἕνεκα κολάζειν, zum abschreckenden Beispiel, Prot. 324 b; Heilmittel, νόσου Philo. – 2) Abrathen, Thuc. 3, 45; Ggstz προτροπή Arist. rhet. 1, 3; Plat. Theag. 128 d, u. öfter bei Rednern. – 3) das Ausweichen, die Scheu, Thuc. 3, 82.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτροπή: ἡ, τὸ ἀποτρέπειν, ἡ ἀπομάκρυνσις, ἀπόκρουσις, ἀποσόβησις, κακῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 217. ἄλλοσ᾿ ἀποτροπὰ κακῶν γένοιτο, ὅ ἐ. ἄλλοσε ἀποτρέποιτο κακὰ Εὐρ. Ἑλ. 360· λυπῶν ἀπαλλαγάς τε καὶ ἀποτροπὰς Πλάτ. Πρωτ. 354Β· τεράτων ἀπ., τὸ Λατ. procuratio, Πλουτ. Φάβ. 18. 2) τὸ τρέπειν πρὸς ἄλλην διεύθυνσιν τὴν ῥοὴν τοῦ ὕδατος, Πλάτ. Νόμ. 845D. 3) τρόπος πρὸς ἀποτροπήν, πρὸς παρακώλυσιν, Θουκ. 3. 45· ἀποτροπῆς ἕνεκα κολάζειν Πλάτ. Πρωτ. 324Β, πρβλ. Πολ. 382C. 4) μετάπεισις, Πλάτ. Θεαγ. 128D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προτροπὴ Ἀριστ. Ρητ. 1. 3, 3. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τινος ἔργου, ἐγκατάλειψις αὐτοῦ, Θουκ. 3. 82.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de détourner, d’écarter (un malheur, un danger, etc.) ; en gén. action d’écarter, d’empêcher, de prévenir.
Étymologie: ἀποτρέπω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. lír. -ά E.Hel.360
I 1alejamiento, prevención, conjuro esp. c. gen., de cosas negativas fuera del control humano αἰτοῦ τῶνδ' ἀποτροπὴν τελεῖν A.Pers.217, ἄλλοσ' ἀποτροπὰ κακῶν γένοιτο E.l.c., τῶν φαύλων Luc.IConf.5, λυπῶν Pl.Prt.354b, τῶν μελλόντων κινδύνων Isoc.7.16, cf. 20.12, τεράτων Plu.Fab.18, δαιμόνων ... φαύλων Plu.2.417c, cf. 284c.
2 disuasión por medio de castigos y miedo ἀποτροπήν τινα ἔχειν ἢ νόμων ἰσχύι ἢ ἄλλῳ τῳ δεινῷ Th.3.45, τούτῳ δεῖ τινος ἀποτροπῆς ἐσχάτης Pl.Lg.881a, ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα ... κολάζει Pl.Prt.324b, cf. Lg.853c, Aen.Tact.10.3
•por medio de una mentira ἀποτροπῆς ἕνεκα ... χρήσιμον γίγνεται Pl.R.382c
•basada en argumentos, Pl.Thg.128d
•op. προτροπή Chrysipp.Stoic.3.3, Arist.Rh.1358b9, 1360b10, Anaximen.Rh.1421b22, D.L.3.93
•c. gen. προτροπὴν ἀρετῆς καὶ κακίας ἀποτροπήν I.BI 2.156, τοῦ πράγματος D.H.11.52, τῆς αὐτοχειρίας I.BI 3.383
•ἐπ' ἀποτροπῇ τοῦ μέλλοντος χρόνου como medio de disuasión para el futuro I.AI 19.268.
II deserción, abandono, acción de zafarse ἀποτροπῆς πρόφασις (el tomar precauciones contra el enemigo era considerado) un pretexto para zafarse Th.3.82.
III desvío, desviación del curso del agua (ὕδωρ) φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ κλοπαῖς Pl.Lg.845d
•fig. εἰς ἀποτροπὴν τῶν διδαγμένων ὑφ' ἡμῶν Iust.Phil.Apol.46.1.