ἄρκυς: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(Bailly1_1)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=υος (ἡ) :<br /><b>1</b> rets, filet de chasse;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> [[αἱ]] ἄρκυες piège, embûche.<br />'''Étymologie:''' DELG aucune étym. sûre.
|btext=υος (ἡ) :<br /><b>1</b> rets, filet de chasse;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> [[αἱ]] ἄρκυες piège, embûche.<br />'''Étymologie:''' DELG aucune étym. sûre.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄρκυς]] (-υος), η (Α)<br /><b>1.</b> κυνηγετικό [[δίχτυ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἄρκυες ξίφους» — οι κίνδυνοι του ξίφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.[[ρίζα]] <i>arqu</i>- «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, [[κατά]] μία [[άποψη]], συνδέεται με τη λ. [[άρκευθος]] [[καθώς]] και με τις σλαβικές λέξεις που δηλώνουν την [[ιτιά]] (<b>[[πρβλ]].</b> ρωσ. <i>rokita</i> σερβ. <i>rakita</i>, τσεχ. <i>rakyta</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ. <i>arq</i><i>ū</i>-<i>tᾱ</i>, απ' όπου και το λεττ. <i>erkuls</i> «[[αδράχτι]]»). Εξάλλου ο τ. [[άρκυς]] σχετίζεται πιθ. με την [[αράχνη]], ενώ δεν μπορεί να γίνει παραδεκτή η [[άποψη]] ότι η λ. αποτελεί [[δάνειο]] από ανατολικές γλώσσες.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αρκυστασία]], [[αρκυστάσιον]], [[αρκύστατος]], [[αρκυωρός]]].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρκῠς Medium diacritics: ἄρκυς Low diacritics: άρκυς Capitals: ΑΡΚΥΣ
Transliteration A: árkys Transliteration B: arkys Transliteration C: arkys Beta Code: a)/rkus

English (LSJ)

(ἅρκ- Et.Gen., cf. Paus.Gr.Fr.73), υος, ἡ: pl., nom. and acc., ἄρκυες, -υας, Att. acc. ἄρκυς (v. infr.):—

   A net, hunter's net, A.Ag.1116, Ch.1000: more freq. in pl., ἐξ ἀρκύων πέπτωκεν Id.Eu.147 (lyr.); ἀρκύων μολεῖν ἔσω E.Cyc.196; ἄρκυς ἱστάναι to set nets, X.Cyn.6.5; διωκόμενον τὸν λαγὼ εἰς τὰς ἄρκυς ib.10; πλεξάμενος ἄρκυς Ar.Lys. 790: metaph., ἄρκυες ξίφους the toils, i. e. perils, of the sword, E.Med. 1278.    2 woman's hair-net, Hsch.

German (Pape)

[Seite 354] υος, ἡ, nach Eust. Od. 1535, 38 ἅρκυς, das Netz, Jagdnetz, Her. 7, 85; Plat. Legg. VIII, 844 e; übertr., Fallstrick, Gefahr, ἄρκυες ξίφους, Gefahr, durchs Schwert zu sterben, Eur. Med. 1278; vgl. Herc. fur. 729.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
1 rets, filet de chasse;
2 fig. αἱ ἄρκυες piège, embûche.
Étymologie: DELG aucune étym. sûre.

Greek Monolingual

ἄρκυς (-υος), η (Α)
1. κυνηγετικό δίχτυ
2. φρ. «ἄρκυες ξίφους» — οι κίνδυνοι του ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.ρίζα arqu- «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. άρκευθος καθώς και με τις σλαβικές λέξεις που δηλώνουν την ιτιά (πρβλ. ρωσ. rokita σερβ. rakita, τσεχ. rakyta < ΙΕ. arqū-tᾱ, απ' όπου και το λεττ. erkuls «αδράχτι»). Εξάλλου ο τ. άρκυς σχετίζεται πιθ. με την αράχνη, ενώ δεν μπορεί να γίνει παραδεκτή η άποψη ότι η λ. αποτελεί δάνειο από ανατολικές γλώσσες.
ΣΥΝΘ. αρχ. αρκυστασία, αρκυστάσιον, αρκύστατος, αρκυωρός].