λαιμαργία: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />gloutonnerie.<br />'''Étymologie:''' [[λαίμαργος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />gloutonnerie.<br />'''Étymologie:''' [[λαίμαργος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[λαιμαργία]]) [[λαίμαργος]]<br />το να τρώγει [[κάποιος]] με [[απληστία]], αχόρταγα, η [[αδηφαγία]] («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ [[πάντα]] ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να τρώγει [[κάποιος]] [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] φαγητού [[γρήγορα]] και με έκδηλη [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κάμνω]] λαιμαργίαν» — δείχνομαι [[άπληστος]], [[δείχνω]] [[απληστία]].
}}
}}

Revision as of 07:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμαργία Medium diacritics: λαιμαργία Low diacritics: λαιμαργία Capitals: ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ
Transliteration A: laimargía Transliteration B: laimargia Transliteration C: laimargia Beta Code: laimargi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A gluttony, Pl.R.619b, Lg.888a, Epicur.Fr.471; ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Arist.PA696b30.

German (Pape)

[Seite 7] ἡ, Gefräßigkeit, Plat. Rep. X, 619 b u. Sp.; ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Arist. part. an. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

λαιμαργία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 619Β, Νόμ. 888Α· ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 21.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gloutonnerie.
Étymologie: λαίμαργος.

Greek Monolingual

η (AM λαιμαργία) λαίμαργος
το να τρώγει κάποιος με απληστία, αχόρταγα, η αδηφαγία («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ πάντα ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», Πλάτ.)
νεοελλ.
το να τρώγει κάποιος μεγάλη ποσότητα φαγητού γρήγορα και με έκδηλη ευχαρίστηση
μσν.
φρ. «κάμνω λαιμαργίαν» — δείχνομαι άπληστος, δείχνω απληστία.