καταπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταπετῶ, <i>ao.</i> κατεπέτασα, <i>part. pf. Pass.</i> [[καταπεπταμένος]];<br /><b>1</b> déployer d’en haut : [[ἱστίον]] PLUT déployer une voile;<br /><b>2</b> recouvrir : τὴν κεφαλὴν φοινικίδι AR couvrir la tête d’un voile de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πετάννυμι]].
|btext=<i>f.</i> καταπετῶ, <i>ao.</i> κατεπέτασα, <i>part. pf. Pass.</i> [[καταπεπταμένος]];<br /><b>1</b> déployer d’en haut : [[ἱστίον]] PLUT déployer une voile;<br /><b>2</b> recouvrir : τὴν κεφαλὴν φοινικίδι AR couvrir la tête d’un voile de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πετάννυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπετάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ],<br /><b class="num">I.</b> [[εξαπλώνω]], [[απλώνω]], [[εκτείνω]], [[ανοίγω]] από πάνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[εκτείνω]] ή [[καλύπτω]] με, <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπετάννῡμι Medium diacritics: καταπετάννυμι Low diacritics: καταπετάννυμι Capitals: ΚΑΤΑΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katapetánnymi Transliteration B: katapetannymi Transliteration C: katapetannymi Beta Code: katapeta/nnumi

English (LSJ)

   A spread out over, κατὰ λῖτα πετάσσας Il.8.441, cf. E.Hel.1459 (lyr., tm.); δέρρεις πρό τινος κ. Ph.Bel.91.13, cf. D.S. 20.9.    II spread or cover with, τὴν αὐλὴν δικτύοις Ar.V.132; τὴν κεφαλὴν φοινικίδι Id.Pl.731; ἱστίῳ ἀνθρώπους Pl.Prm.131b; ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι X.Cyr.8.3.16.

German (Pape)

[Seite 1369] (s. πετάννυμι), darüber ausbreiten, behängen; bei Hom. in tmesi, κατὰ λῖτα πετάσσας, Il. 8, 441, wie κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε Eur. Hel. 1475; κατεπέτασ' αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι Ar. Plut. 731; Vesp. 131; καταπετάσαι ἱστίῳ πολλοὺς ἀνθρώπ ους Plat. Parm. 131 d, damit bedecken, verhüllen; pass., ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen. Cyr. 8, 3, 16.

Greek (Liddell-Scott)

καταπετάννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. καταπετάσω ᾰ, ἐξαπλώνω ὑπεράνω, ἀναπτύσσω, ἀνοίγω τι ὑπεράνω τινός, κατὰ λῖτα πετάσσας Ἰλ. Θ. 411, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1459· ταῖς πρῴραις δέρρεις κ. Διόδ. 20. 9· ὅσον ἂν τόπον ἐπίσχῃ τὸ ἱστίον καταπετασθὲν Πλουτ. Θησ. 25. ΙΙ. ἐκτείνωκαλύπτω μέ τι, τὴν αὐλὴν δικτύοις Ἀριστοφ. Σφ. 132· τὴν κεφαλὴν φοινικίδι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 731· ἀνθρώπους ἱστίῳ Πλάτ. Παρμ. 131Β· ἵπποι ἰματίοις καταπεπταμένοι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 16· μετὰ γεν. καὶ αἰτ., καταπεταννύντες τῶν ξύλων δίκτυα Ἁρποκρ. ἐν λεξ. περιστοιχίζεται.

French (Bailly abrégé)

f. καταπετῶ, ao. κατεπέτασα, part. pf. Pass. καταπεπταμένος;
1 déployer d’en haut : ἱστίον PLUT déployer une voile;
2 recouvrir : τὴν κεφαλὴν φοινικίδι AR couvrir la tête d’un voile de pourpre.
Étymologie: κατά, πετάννυμι.

Greek Monotonic

καταπετάννῡμι: και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ],
I. εξαπλώνω, απλώνω, εκτείνω, ανοίγω από πάνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
II. εκτείνω ή καλύπτω με, τί τινι, σε Αριστοφ., Ξεν.