βόειος: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui provient d’un bœuf : [[δέρμα]] βόειον OD peau de bœuf;<br /><b>2</b> fait de peau de bœuf : βόεαι ἀσπίδες IL boucliers faits de peau de bœuf ; ἡ βοείη <i>(ion.)</i> peau de bœuf travaillée.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]]. | |btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui provient d’un bœuf : [[δέρμα]] βόειον OD peau de bœuf;<br /><b>2</b> fait de peau de bœuf : βόεαι ἀσπίδες IL boucliers faits de peau de bœuf ; ἡ βοείη <i>(ion.)</i> peau de bœuf travaillée.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[βοῦς]]): of an ox or of oxen; [[δέρμα]], [[νεῦρα]], and (‘of oxhide,’ ‘[[leather]]’) ἱμάντες, κνημῖδες, Od. 24.228.—As subst., βοείη, [[βοέη]], ox-[[hide]], [[hide]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:24, 15 August 2017
English (LSJ)
α, ον, Ep. and Ion. βόεος, η, ον (
A βόϝεον Glotta4.201 (Apulian vase) is dub.): (βοῦς):—of an ox or oxen, esp. of ox-hide, δέρμα βόειον Od.14.24; βοέοισιν ἱμᾶσιν Il.23.324; βοείας ἀσπίδας 5.452; βόεα κρέα Hdt.2.37,168; τὰ β. κρέα Pl.R.338c; γάλα β. E.Cyc.218, Arist.HA521b33, Dsc.4.83, Porph.Abst.4.17; ποδὶ βοείῳ τὸν θεὸν ἐλθεῖν, of Dionysus, Plu.2.364f: metaph., β. ῥήματα bull-words, Ar.Ra.924. II βοείη or βοέη (sc. δορή), ἡ, ox-hide, ἀδέψητον βοέην Od.20.2, 142; βοὸς μεγάλοιο βοείην Il.17.389; ox-hide shield, βοέῃς εἰλυμένω ὤμους αὔῃσι στερεῇσι ib.492; βοῶν τ' εὖ ποιητάων (contr. for βοέων) 16.636. 2 = βοεύς, λύσαντε βοείας h.Ap.487, cf. 503 (s. v. l.).
German (Pape)
[Seite 451] ion. u. poet. auch βόεος, vom Ochsen, Iliad. 23, 777 ὄνθου βοέου, Odyss. 14, 24 δέρμα βόειον; aus der Ochsenhaut gemacht, von Rindsleder, rindstedern, Iliad. 22, 397 βοέους ἱμάντας, 23, 324 βοέοισιν ἱμᾶσιν, 4, 122 νεῦρα βόεια, 5, 452. 12, 425 βοείας ἀσπίδας, Odyss. 24, 228 βοείας κνημῖδας; – αὐχένες βόεοι Pind. P. 4, 234; κρέας, Rindfleisch, Her. 2, 168; γάλα, Kuhmilch, Eur. Cycl. 217; βόεια ῥήματα Ar. Ran. 922, gleichsam »ochsige«, Schol. μεγάλα καὶ ὑπερήφανα.
Greek (Liddell-Scott)
βόειος: Ἐπ. καὶ Ἰων. βόεος, α, ον· (βοῦς) · ― ἐκ βοὸς ἢ βοῶν· ἰδίως ἐκ δέρματος βοός, Ὅμ., ὅστις μεταχειρίζεται καὶ τοὺς δύο τύπους, δέρμα βόειον Ὀδ. Ξ. 24· βοέοισιν ἱμᾶσιν Ἰλ. Ψ. 324· βοείας ἀσπίδας Ε. 452· βόεα κρέα Ἡρόδ. 2. 37, 168· τὰ βόεια κρέα Πλάτ. Πολ. 338C· γάλα βόειον, ἀγελάδος, Εὐρ. Κύκλ. 218· τὸ βόειον γάλα Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 20, 14· μεταφ., βόεια ῥήματα, λόγοι μεγάλοι καὶ ὑπερήφανοι ("χονδρά, παχιὰ λόγια"), (πρβλ. βούπαις, κτλ.), Ἀριστοφ. Βατρ. 924. ΙΙ. = βοείη ἢ βοέη (ἐνν. δορή), ἡ, δέρμα βοός, ἀδέψητον βοέην Ὀδ. Υ. 2, 142, πρβλ. Χ. 364· βοὸς μεγάλοιο βοείην Ἰλ. Ρ. 389· ἀσπὶς ἐκ δέρματος βοός, βοέῃς εἰλυμένω ὤμους αὔῃσι στερεῇσι Ρ. 492· βοῶν τ' εὖ ποιητάων (συνῃρ. ἀντὶ βοέων) Π. 636· ἴδε ἑπόμ. καὶ πρβλ. ἱερεῖον 2)=βοεύς, λύσαντε βοείας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 487, πρβλ. 503· ὁ Βουττμ. προὔτεινε τὴν γραφὴν βοῆας.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui provient d’un bœuf : δέρμα βόειον OD peau de bœuf;
2 fait de peau de bœuf : βόεαι ἀσπίδες IL boucliers faits de peau de bœuf ; ἡ βοείη (ion.) peau de bœuf travaillée.
Étymologie: βοῦς.
English (Autenrieth)
(βοῦς): of an ox or of oxen; δέρμα, νεῦρα, and (‘of oxhide,’ ‘leather’) ἱμάντες, κνημῖδες, Od. 24.228.—As subst., βοείη, βοέη, ox-hide, hide.