κώνειον: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />jus de la ciguë.<br />'''Étymologie:''' [[κῶνος]].
|btext=ου (τό) :<br />jus de la ciguë.<br />'''Étymologie:''' [[κῶνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κώνειον:''' τό, «βρωμόχορτο», Λατ. [[cicuta]]· το [[δηλητήριο]] του φυτού [[αυτού]], με το οποίο οι εγκληματίες καταδικάζονταν σε θάνατο στην Αθήνα, σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 19:21, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώνειον Medium diacritics: κώνειον Low diacritics: κώνειον Capitals: ΚΩΝΕΙΟΝ
Transliteration A: kṓneion Transliteration B: kōneion Transliteration C: koneion Beta Code: kw/neion

English (LSJ)

τό,

   A hemlock, Conium maculatum, Hp.Steril.224, Thphr.HP1.5.3, 9.8.3, Nic.Al.186, Dsc. 4.78, etc.    2 = νάρθηξ, Call.Iamb.1.122, Hsch.    II hemlockjuice, poison by which criminals were put to death at Athens, Ar.Ra. 124; κώνειον πεπωκώς Pl.Ly.219e; τὸ κώνειον ἔπιεν X.HG2.3.56, cf. And.3.10; κώνεια πιεῖν Ar.Ra.1051.

German (Pape)

[Seite 1546] τό, Schierlingskraut, cicuta; Hippocr.; Theophr. u. A.; – bes. der aus dem Safte des Schierlings bereitete tödtliche Trank, der in Athen häufig zur Vollstreckung der Todesstrafe angewendet wurde; Ar. Ran. 124, Plat. Lys. 219 e u. Folgde; auch im plur., κώνεια πιεῖν Ar. Ran. 1051.

Greek (Liddell-Scott)

κώνειον: τό, κοινῶς «καρωνάκι» καὶ «βρωμόχορτον», Ἱππ. 681. 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 3, κτλ. ΙΙ. ὁ ὀπὸς τοῦ δηλητηριώδους φυτοῦ κωνείου, δηλητήριον δι’ οὗ ἐφονεύοντο οἱ κατάδικοι ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 124· κώνειον πεπωκὼς Πλάτ. Λῦσ. 219Ε· τὸ κώνειον ἔπιεν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· κώνεια πιεῖν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1051, Ἀνδοκ. 24. 38.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
jus de la ciguë.
Étymologie: κῶνος.

Greek Monotonic

κώνειον: τό, «βρωμόχορτο», Λατ. cicuta· το δηλητήριο του φυτού αυτού, με το οποίο οι εγκληματίες καταδικάζονταν σε θάνατο στην Αθήνα, σε Αριστοφ. κ.λπ.