μελάγκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux fruits noirs.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[καρπός]].
|btext=ος, ον :<br />aux fruits noirs.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[καρπός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μελάγκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή παράγει μαύρους καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>καρπος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάγκαρπος Medium diacritics: μελάγκαρπος Low diacritics: μελάγκαρπος Capitals: ΜΕΛΑΓΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: melánkarpos Transliteration B: melankarpos Transliteration C: melagkarpos Beta Code: mela/gkarpos

English (LSJ)

   A v. μελάγκουρος.

German (Pape)

[Seite 117] mit schwarzer Frucht, Ἀσάφεια, Empedocl. 14.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγκαρπος: -ον, ὁ φέρων μέλανα καρπόν· ― μ. ἀσάφεια Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 474C· φέρεται δὲ μελάγκορος ἐν Τζέτζ. Ἱστ. 12. 575, ὅθεν ὁ Karsten μελάγκορσος, ὁ Mullach. μελάγκουρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fruits noirs.
Étymologie: μέλας, καρπός.

Greek Monolingual

μελάγκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει μαύρους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + καρπός (πρβλ. πολύ-καρπος)].