προεκθέω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> s’élancer en avant;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> devancer : λογισμοῦ PLUT un raisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐκθέω]].
|btext=<b>1</b> s’élancer en avant;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> devancer : λογισμοῦ PLUT un raisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐκθέω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για στρ. [[τμήμα]]) [[εξορμώ]] [[γρήγορα]] («οἱ τοξόται βάλλοντες τοὺς προεκθέοντας τῶν Θρακῶν ἀνέστελλον», Αρρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προτρέχω]], [[υπερβαίνω]], [[ξεπερνώ]] («προεκθεῑν τοῡ λογισμοῡ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκθέω]] «[[τρέχω]] έξω, [[εξορμώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκθέω Medium diacritics: προεκθέω Low diacritics: προεκθέω Capitals: ΠΡΟΕΚΘΕΩ
Transliteration A: proekthéō Transliteration B: proektheō Transliteration C: proektheo Beta Code: proekqe/w

English (LSJ)

   A run out before, sally from the ranks, rush on, Th.7.30, J.BJ2.16.2, Arr.An.1.1.12; ἐν τοῖς δρόμοις Jul.Or.2.69d.    2 metaph., outrun, τοῦ λογισμοῦ Plu.2.446d; ὁ λόγος προεκθεῖ Ael.NA13.11.

German (Pape)

[Seite 718] (s. θέω), voran od. vorher herauslaufen, Thuc. 7, 30 u. Folgde, wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προεκθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ἐκθέω, τρέχω ἔξω πρότερον, ἐξορμῶ ἐκ τῶν τάξεων τοῦ στρατοῦ, ἐξορμῶ μετὰ σπουδῆς, Θουκ. 7. 30, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12, κτλ. 2) μεταφορ., ὑπερβαίνω, προτρέχω, νικῶ εἰς ταχύτητα, λογισμοῦ Πλούτ. 2. 446Ε· ὁ λόγος προεκθεῖ Αἰλ. π. Ζ. 13. 11.

French (Bailly abrégé)

1 s’élancer en avant;
2 fig. devancer : λογισμοῦ PLUT un raisonnement.
Étymologie: πρό, ἐκθέω.

Greek Monolingual

Α
1. (ιδίως για στρ. τμήμα) εξορμώ γρήγορα («οἱ τοξόται βάλλοντες τοὺς προεκθέοντας τῶν Θρακῶν ἀνέστελλον», Αρρ.)
2. μτφ. προτρέχω, υπερβαίνω, ξεπερνώ («προεκθεῑν τοῡ λογισμοῡ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκθέω «τρέχω έξω, εξορμώ»].