σκωπτικός: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />railleur, moqueur.<br />'''Étymologie:''' [[σκώπτω]]. | |btext=ή, όν :<br />railleur, moqueur.<br />'''Étymologie:''' [[σκώπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σκωπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σκώπτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνηθίζει να σκώπτει, να χλευάζει<br /><b>2.</b> αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, [[εμπαικτικός]], [[χλευαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκωπτικώς</i> / <i>σκωπτικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σκωπτικά</i> Ν<br />με χλευαστικό τρόπο, κοροϊδευτικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A given to mockery, jesting, Plu.Luc.27; σ. τι ἐπειπεῖν Luc.Dem.Enc.33. Adv. -κῶς Poll.5.161,9.149.
German (Pape)
[Seite 909] zum Scherzen, Verspotten gehörig, geneigt, scherzhaft, spöttisch; Plut. Luc. 27; Luc. Dem. enc. 33.
Greek (Liddell-Scott)
σκωπτικός: -ή, -όν, ὁ δεδομένος εἰς περίγελων, ἐπιτήδειος εἰς ἀστεϊσμούς, Πλουτ. Λούκουλλ. 27· σκ. τι εἰπεῖν Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 33. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ε΄, 161, Θ΄, 149.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
railleur, moqueur.
Étymologie: σκώπτω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκωπτικός, -ή, -όν, ΝΑ σκώπτης
1. αυτός που συνηθίζει να σκώπτει, να χλευάζει
2. αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, εμπαικτικός, χλευαστικός.
επίρρ...
σκωπτικώς / σκωπτικῶς ΝΜΑ, και σκωπτικά Ν
με χλευαστικό τρόπο, κοροϊδευτικά.