παναληθής: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />tout à fait véridique.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἀληθής]]. | |btext=ής, ές :<br />tout à fait véridique.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἀληθής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παναληθής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που αληθεύει καθ' όλα, που αποδεικνύεται σε όλα [[αληθινός]]<br /><b>2.</b> [[πραγματικός]] («παναληθεῑ κλήσει τὸν σεπτὸν τόκον σου σέβοντες», Μηναί.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παναληθῶς</i> (Α)<br />αληθέστατα, [[ολωσδιόλου]] αληθινά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀληθής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A all true, π. κακόμαντις Ἐρινύς A.Th.722 (lyr.). Adv. -θῶς Id.Supp.86 (lyr.). 2 of things, absolutely true or real, ἡδονή Pl.R.583b, cf. Iamb.Protr.4 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 456] ές, ganz wahr, wahrhaft; Aesch. Spt. 724; Plat. Rep. IX, 583 b; – adv., Aesch. Suppl. 85 u. in sp. Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνᾰληθής: -ές, ὅλως ἀληθής, π. κακόμαντις, ὁ ἐντελῶς ἀληθεύων μάντις κακῶν, Αἰσχύλου Θήβ. 724· - Ἐπίρρ. -θῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 85. 2) ἐπὶ πραγμάτων παντελῶς ἀληθής, ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 583Β.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout à fait véridique.
Étymologie: πᾶν, ἀληθής.
Greek Monolingual
παναληθής, -ές (ΑΜ)
1. αυτός που αληθεύει καθ' όλα, που αποδεικνύεται σε όλα αληθινός
2. πραγματικός («παναληθεῑ κλήσει τὸν σεπτὸν τόκον σου σέβοντες», Μηναί.).
επίρρ...
παναληθῶς (Α)
αληθέστατα, ολωσδιόλου αληθινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀληθής.