καρπόδεσμα: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />menottes.<br />'''Étymologie:''' [[καρπός]], [[δεσμός]]. | |btext=ων ([[τά]]) :<br />menottes.<br />'''Étymologie:''' [[καρπός]], [[δεσμός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καρπόδεσμα]], -έσμων, τὰ (Α)<br />τα [[δεσμά]] τών καρπών τών χεριών («καρπόδεσμά τε [[αὐτῶ]] περιθεὶς καὶ [[περιδέραιον]] ἐν ποδοκάκαις», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (II) <span style="color: red;">+</span> [[δεσμά]] <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> (II) «[[δένω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ων, τά,
A chains for the arms, armlets, Luc.Lex. 10:
German (Pape)
[Seite 1328] τά, Armfesseln, Armband, Luc. Lexiph. 10 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καρπόδεσμα: -ων, τά, δεσμὰ τῶν καρπῶν, τῶν χειρῶν, ψέλια, βραχιόνια, Λουκ. Λεξιφ. 10.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
menottes.
Étymologie: καρπός, δεσμός.
Greek Monolingual
καρπόδεσμα, -έσμων, τὰ (Α)
τα δεσμά τών καρπών τών χεριών («καρπόδεσμά τε αὐτῶ περιθεὶς καὶ περιδέραιον ἐν ποδοκάκαις», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (II) + δεσμά < δέω (II) «δένω»].