ἐπικαταρρέω: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. ao. Pass.</i> ἐπικατερρύην;<br />découler sur, tomber sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[καταρρέω]].
|btext=<i>seul. ao. Pass.</i> ἐπικατερρύην;<br />découler sur, tomber sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[καταρρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπικαταρρέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καταρρέω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για χυμούς) ρέω, [[κυλώ]] από το [[κεφάλι]] στα υπόλοιπα μέρη του σώματος<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαταρρέω Medium diacritics: ἐπικαταρρέω Low diacritics: επικαταρρέω Capitals: ΕΠΙΚΑΤΑΡΡΕΩ
Transliteration A: epikatarréō Transliteration B: epikatarreō Transliteration C: epikatarreo Beta Code: e)pikatarre/w

English (LSJ)

   A run down, of humours, from the head to other parts, Hp.Aër.3.    II. fall down upon, νεκροῖς Plu.Pel.4.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. Pass. ἐπικατερρύην;
découler sur, tomber sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, καταρρέω.

Greek Monolingual

ἐπικαταρρέω (Α)
1. καταρρέω πάνω σε κάτι
2. (ειδ. για χυμούς) ρέω, κυλώ από το κεφάλι στα υπόλοιπα μέρη του σώματος
3. πέφτω πάνω σε κάτι.