φιλοζέφυρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime le zéphyr.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ζέφυρος]].
|btext=ος, ον :<br />qui aime le zéphyr.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ζέφυρος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για τόπους) αυτός που αγαπά τον δυτικό άνεμο, αυτός στον οποίο πνέει [[συνήθως]] ο [[ζέφυρος]] («φιλοζέφυροι λειμῶνες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζέφυρος]] «[[δυτικός]] [[άνεμος]]»].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοζέφῠρος Medium diacritics: φιλοζέφυρος Low diacritics: φιλοζέφυρος Capitals: ΦΙΛΟΖΕΦΥΡΟΣ
Transliteration A: philozéphyros Transliteration B: philozephyros Transliteration C: filozefyros Beta Code: filoze/furos

English (LSJ)

ον,

   A loving the west wind, ib. 10.16 (Theaet.), 12.195 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 1279] den Westwind liebend; λειμῶνες Strat. 37 (XII, 195); γαλήνη Theaet. Schol. 2 (X, 16); Nonn. D. 11, 496.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοζέφυρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ζέφυρον, δηλ. τὸν δυσμικὸν ἄνεμον, Ἀνθ. Π. 10. 16., 12. 195.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le zéphyr.
Étymologie: φίλος, ζέφυρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τόπους) αυτός που αγαπά τον δυτικό άνεμο, αυτός στον οποίο πνέει συνήθως ο ζέφυρος («φιλοζέφυροι λειμῶνες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ζέφυρος «δυτικός άνεμος»].