ἐνειλέω: Difference between revisions
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
(Bailly1_2) |
(big3_14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />envelopper dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], εἰλέομαι de [[εἰλέω]]. | |btext=-ῶ :<br />envelopper dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], εἰλέομαι de [[εἰλέω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">A</b> tr.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>c. suj. de pers. y ac. de cosa [[envolver en]], [[enrollar]] c. dat. o constr. prep. ἔνδεσμον ... ἐνειλήσας ὀθονίῳ Dsc.5.72.3, cf. <i>Eup</i>.2.88.1, Archig. en Aët.9.6, ἐν αὐτῷ ῥάκει τὸ ζῴδιον <i>PMag</i>.2.51, ἐνειλεῖ τῷ Ἀμμωνίῳ ... τὸ ὠμοφόριον ἐν τῷ τραχήλῳ enrolla a Amonio su palio (o insignia episcopal) al cuello como amenaza de estrangulación</i>, Pall.<i>V.Chrys</i>.6.128, περιστερᾶς κόπρον εἰς ὀθόνιον ἐνειλήσας Paul.Aeg.4.11.2, εἰς τὰ φυκία ... χρὴ ἓν καθ' ἕκαστον ἐνειλεῖν ref. a manzanas <i>Gp</i>.10.21.1, en v. pas. ὅταν τὸ πνεῦμα ... ἐνειλούμενον δὲ ἐν αὐτῇ κόπτηται cuando es zarandeado el viento encerrado en ella (la tierra)</i>, Arist.<i>Mu</i>.396<sup>a</sup>14, cf. Them.<i>in de An</i>.63.18, ἡ ῥομφαία ... ἐνειλημένη ἐν ἱματίῳ LXX 1<i>Re</i>.21.10, ἐν δὲ ταρσοῖς ... δοράτια καὶ ἀκόντια ἐνειλημένα Aen.Tact.29.6, cf. 31.7, [[ἀπόπατος]] βοὸς ... ἐνειλεῖται δὲ φύλλοις Dsc.2.80.1, cf. Paul.Aeg.3.26.7, ὀστέα κοπτόμενα ... καὶ εἰς τὰς δορὰς ἐνειλούμενα Str.16.4.17, τὰς (φωνὰς) ... οἷον κατακλειομένας ἢ ἐνειλουμένας ἐμφαίνων ref. a la voz que no puede salir, Gal.17(1).681, αἱ τρίχες αἱ ἐνειλημέναι <i>SEG</i> 35.227.11 (Atenas III d.C.), τῇ λεπτοτάτῃ κόνει ἐνειληθεῖσα habiéndose envuelto con finísimo polvo</i> la golondrina para hacer su nido de barro tras mojar sus alas, Basil.<i>Hex</i>.8.5<br /><b class="num">•</b>de recién nacidos [[envolver]], [[fajar]] τοὺς γενομένους ... σπαργάνοις D.Chr.23.3, [[βρέφος]] ... ἐνειληθῆναι τῇ λεοντῇ τοῦ ἥρωος Philostr.<i>Her</i>.49.25, c. ac. de rel. (βρέφη) ἐνειλημένα τὰς χεῖρας Artem.1.13, de cadáveres οἱ ἀποθανόντες ἐσχισμένοις ἐνειλοῦνται ῥάκεσιν Artem.1.13, c. gen. (por atracción) ἀντὶ δὲ σινδόνης ἧς ἐνειλήθης del cuerpo de Cristo <i>A.Thom.A</i> 158.<br /><b class="num">2</b> c. suj. y ac. de pers. [[rodear]], [[acorralar]] en v. pas. Κῦρον δὲ τοῖς πολεμίοις ἐνειλούμενον Ctes.20, διελαυνόμενος ὥσπερ θηρίον ἐνειλεῖτο ταῖς πάντων χερσίν ref. César asesinado, Plu.<i>Caes</i>.66.<br /><b class="num">3</b> fig., gener. c. un sent. neg. [[involucrar]], [[implicar]], [[enredar]] ἐνίων μὲν αὑτοὺς ἐνειληκότων οἰκονομ[ίαις] καὶ τοπαρχίαις <i>PTeb</i>.24.62 (II a.C.), frec. en part. pas. Ἰουδαίους ὥσπερ ἄρκυσιν ἐνειλημένους I.<i>BI</i> 6.160, ὁ δ' [[ἅπαξ]] ἐνειληθεὶς μένει χρεώστης διὰ παντός Plu.2.830e, τὸ μὲν δουλικὸν πλῆθος ἐνειλούμενον ὑπόπτως τοῖς ὅπλοις Plu.<i>Brut</i>.45, cf. Synes.<i>Ep</i>.105 (p.186)<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. Κῆρες ... μ' ἐνειλήσαντο κακοῖσι Q.S.14.294, fig. τῶν ἤθων τὸ κάλλος, μὴ ἐνειλούμενον ἀπειροκάλοις φλυαρίαις Clem.Al.<i>Paed</i>.2.10.113.<br /><b class="num">II</b> usos téc.<br /><b class="num">1</b> cirug. [[entrecruzar]] ἐνειλοῦντες αὐτά (τὰ δύο ἄγκιστρα) formando una pinza para la extirpación de varices, Orib.45.18.20.<br /><b class="num">2</b> mec. [[atornillar]], [[ensamblar]] en v. pas. πρὸς δὲ τῷ Η ἄκρῳ τοῦ κανονίου τύλος ἐνειλείσθω Hero <i>Aut</i>.10.2, ἐν δὲ τῷ τοίχῳ τοῦ πλινθίου ... ἐνειλείσθωσαν δύο γόμφοι Hero <i>ib</i>.<br /><b class="num">B</b> intr. en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[ir dando vueltas]], [[hacer circunvoluciones]] [[ἔντερον]] ... ἑλικηδὸν ἐν κόλποις ἐνειλούμενον Hp.<i>Anat</i>.1.<br /><b class="num">2</b> en la palestra [[girarse]], [[darse la vuelta]] ἐγχωρεῖ δὲ καὶ ὀρθοὺς ἐνειλουμένους ... ὀξὺ γυμνάσασθαι [[γυμνάσιον]] Gal.6.145.<br /><b class="num">3</b> fig. [[enzarzarse]], [[enredarse]] en una pelea, [[forcejear]] ἐνειλούμενος μοι <i>PRyl</i>.144.18 (I d.C.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 21 August 2017
English (LSJ)
A wrap in, τι ὀθονίῳ Dsc.5.72:—Med., τινὰ κακοῖσι Q.S. 14.294:—Pass., to be enwrapped, ἐν [τῇ γῇ] Arist.Mu.396a14; ἐν τῷ ἱματίῳ LXX 1 Ki.21.9(10); τῃ λεοντῇ Philostr.Her.12a.1; ῥάκεσι Artem.1.13; ἱστίοις δοράτια ἐνειλημένα Aen.Tact.29.6, cf. 31.7; φύλλοις Dsc.2.80. II metaph., engage, ἐνίων αὑτοὺς ἐνειληκότων οἰκονομίαις PTeb.24.62 (ii B.C.):—Pass., to be engaged, entangled in or with, τοῖς πολεμίοις Plu.Art.11; ὅπλοις Id.Brut.45; ὥσπερ θηρίον ταῖς πάντων χερσίν Id.Caes.66; ὥσπερ ἄρκυσιν ἐνειλημένους prob. for -λημμ-, J.BJ6.2.8; βρέφη-ημένα τὰς χεῖρας Artem.l.c.; come to blows with, PRyl.144.18 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 836] darin einwickeln, verwickeln; τοῖς πολεμίοις ἐνειλούμενος Plut. Artaz. 11, öfter, wie andere Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνειλέω: περιτυλίσσω ἐντός τινος. - Μέσ. φων., Κῆρες... πολέεσσί μ’ ἐνειλήσαντο κακοῖσι Κόϊντ. Σμυρν. 14. 294. - Παθ., ἐνειλοῦμαι, περικλείομαι, τὸ πνεῦμα... ἐνειλούμενον ἐν αὐτῇ (τῇ γῇ) Ἀριστ. π. Κόσμου 4. 32· περικαλύπτομαι, τῇ λεοντῇ Φιλόστρ. 719. ΙΙ. Παθ. ὡσαύτως, συμπλέκομαι, Κῦρον δὲ τοῖς πολεμίοις ἐνειλούμενον Πλουτ. Ἀρτοξ. 11· περιφέρομαι ἐν, τῶν αἰχμαλώτων τὸ μὲν δουλικὸν πλῆθος ἐνειλούμενον ὑπόπτως τοῖς ὅπλοις ἐκέλευσεν ἀναιρεθῆναι ὁ αὐτ. Βροῦτ. 45.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
envelopper dans, τινι.
Étymologie: ἐν, εἰλέομαι de εἰλέω.
Spanish (DGE)
A tr.
I 1c. suj. de pers. y ac. de cosa envolver en, enrollar c. dat. o constr. prep. ἔνδεσμον ... ἐνειλήσας ὀθονίῳ Dsc.5.72.3, cf. Eup.2.88.1, Archig. en Aët.9.6, ἐν αὐτῷ ῥάκει τὸ ζῴδιον PMag.2.51, ἐνειλεῖ τῷ Ἀμμωνίῳ ... τὸ ὠμοφόριον ἐν τῷ τραχήλῳ enrolla a Amonio su palio (o insignia episcopal) al cuello como amenaza de estrangulación, Pall.V.Chrys.6.128, περιστερᾶς κόπρον εἰς ὀθόνιον ἐνειλήσας Paul.Aeg.4.11.2, εἰς τὰ φυκία ... χρὴ ἓν καθ' ἕκαστον ἐνειλεῖν ref. a manzanas Gp.10.21.1, en v. pas. ὅταν τὸ πνεῦμα ... ἐνειλούμενον δὲ ἐν αὐτῇ κόπτηται cuando es zarandeado el viento encerrado en ella (la tierra), Arist.Mu.396a14, cf. Them.in de An.63.18, ἡ ῥομφαία ... ἐνειλημένη ἐν ἱματίῳ LXX 1Re.21.10, ἐν δὲ ταρσοῖς ... δοράτια καὶ ἀκόντια ἐνειλημένα Aen.Tact.29.6, cf. 31.7, ἀπόπατος βοὸς ... ἐνειλεῖται δὲ φύλλοις Dsc.2.80.1, cf. Paul.Aeg.3.26.7, ὀστέα κοπτόμενα ... καὶ εἰς τὰς δορὰς ἐνειλούμενα Str.16.4.17, τὰς (φωνὰς) ... οἷον κατακλειομένας ἢ ἐνειλουμένας ἐμφαίνων ref. a la voz que no puede salir, Gal.17(1).681, αἱ τρίχες αἱ ἐνειλημέναι SEG 35.227.11 (Atenas III d.C.), τῇ λεπτοτάτῃ κόνει ἐνειληθεῖσα habiéndose envuelto con finísimo polvo la golondrina para hacer su nido de barro tras mojar sus alas, Basil.Hex.8.5
•de recién nacidos envolver, fajar τοὺς γενομένους ... σπαργάνοις D.Chr.23.3, βρέφος ... ἐνειληθῆναι τῇ λεοντῇ τοῦ ἥρωος Philostr.Her.49.25, c. ac. de rel. (βρέφη) ἐνειλημένα τὰς χεῖρας Artem.1.13, de cadáveres οἱ ἀποθανόντες ἐσχισμένοις ἐνειλοῦνται ῥάκεσιν Artem.1.13, c. gen. (por atracción) ἀντὶ δὲ σινδόνης ἧς ἐνειλήθης del cuerpo de Cristo A.Thom.A 158.
2 c. suj. y ac. de pers. rodear, acorralar en v. pas. Κῦρον δὲ τοῖς πολεμίοις ἐνειλούμενον Ctes.20, διελαυνόμενος ὥσπερ θηρίον ἐνειλεῖτο ταῖς πάντων χερσίν ref. César asesinado, Plu.Caes.66.
3 fig., gener. c. un sent. neg. involucrar, implicar, enredar ἐνίων μὲν αὑτοὺς ἐνειληκότων οἰκονομ[ίαις] καὶ τοπαρχίαις PTeb.24.62 (II a.C.), frec. en part. pas. Ἰουδαίους ὥσπερ ἄρκυσιν ἐνειλημένους I.BI 6.160, ὁ δ' ἅπαξ ἐνειληθεὶς μένει χρεώστης διὰ παντός Plu.2.830e, τὸ μὲν δουλικὸν πλῆθος ἐνειλούμενον ὑπόπτως τοῖς ὅπλοις Plu.Brut.45, cf. Synes.Ep.105 (p.186)
•en v. med. mismo sent. Κῆρες ... μ' ἐνειλήσαντο κακοῖσι Q.S.14.294, fig. τῶν ἤθων τὸ κάλλος, μὴ ἐνειλούμενον ἀπειροκάλοις φλυαρίαις Clem.Al.Paed.2.10.113.
II usos téc.
1 cirug. entrecruzar ἐνειλοῦντες αὐτά (τὰ δύο ἄγκιστρα) formando una pinza para la extirpación de varices, Orib.45.18.20.
2 mec. atornillar, ensamblar en v. pas. πρὸς δὲ τῷ Η ἄκρῳ τοῦ κανονίου τύλος ἐνειλείσθω Hero Aut.10.2, ἐν δὲ τῷ τοίχῳ τοῦ πλινθίου ... ἐνειλείσθωσαν δύο γόμφοι Hero ib.
B intr. en v. med.
1 ir dando vueltas, hacer circunvoluciones ἔντερον ... ἑλικηδὸν ἐν κόλποις ἐνειλούμενον Hp.Anat.1.
2 en la palestra girarse, darse la vuelta ἐγχωρεῖ δὲ καὶ ὀρθοὺς ἐνειλουμένους ... ὀξὺ γυμνάσασθαι γυμνάσιον Gal.6.145.
3 fig. enzarzarse, enredarse en una pelea, forcejear ἐνειλούμενος μοι PRyl.144.18 (I d.C.).