ἑξηκονταετής: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_2)
(12)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />sexagénaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἑξήκοντα]], [[ἔτος]].
|btext=ής, ές :<br />sexagénaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἑξήκοντα]], [[ἔτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM εξηκονταέτης, -ες)<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] [[εξήντα]] ετών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει χρονική [[διάρκεια]] [[εξήντα]] ετών<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο [[εξηκονταετής]], <i>η εξηκονταέτις</i><br />ηλικίας [[εξήντα]] ετών<br />ο [[εξηντάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εξήκοντα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έτος]])].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 881] Hippocr., zsgzg. ἑξηκοντούτης, ές, sechzigjährig, Plat. Legg. VI, 755 a VII, 812 b a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sexagénaire.
Étymologie: ἑξήκοντα, ἔτος.

Greek Monolingual

-ές (AM εξηκονταέτης, -ες)
αυτός που έχει ηλικία εξήντα ετών
νεοελλ.
1. αυτός που έχει χρονική διάρκεια εξήντα ετών
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο εξηκονταετής, η εξηκονταέτις
ηλικίας εξήντα ετών
ο εξηντάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκοντα + -ετής (< έτος)].