ἐπιρρώομαι: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐπερρωόμην;<br />s’agiter vivement, se démener : μύλαις [[δώδεκα]] ἐπερρώοντο γυναῖκες OD douze femmes travaillaient activement aux meules ; <i>en parl. de cheveux</i> flotter : κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο IL tomber en flottant de la tête du dieu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥώννυμι]].
|btext=<i>impf.</i> ἐπερρωόμην;<br />s’agiter vivement, se démener : μύλαις [[δώδεκα]] ἐπερρώοντο γυναῖκες OD douze femmes travaillaient activement aux meules ; <i>en parl. de cheveux</i> flotter : κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο IL tomber en flottant de la tête du dieu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥώννυμι]].
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[ῥώομαι]], ipf. ἐπερρώοντο, plied [[their]] [[toil]] at the milis, Od. 20.107; aor. [[ἐπερρώσαντο]], flowed [[down]]; χαῖται, Il. 1.529.
}}
}}

Revision as of 15:28, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρώομαι Medium diacritics: ἐπιρρώομαι Low diacritics: επιρρώομαι Capitals: ΕΠΙΡΡΩΟΜΑΙ
Transliteration A: epirrṓomai Transliteration B: epirrōomai Transliteration C: epirroomai Beta Code: e)pirrw/omai

English (LSJ)

old Ep. pres.: aor.1 Med. ἐπερρώσαντο:—

   A apply one's strength to a thing, work lustily at it, c. dat., [μύλαις] δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες worked with might and main at the mill, Od.20.107; ἐπερρώοντ' ἐλάτῃσι A.R.2.661.    2. move nimbly, ποσσὶν ἐπερρώσαντο Hes.Th.8, cf. A.R.1.385 (tm.): c. acc. cogn., ἐπίρρωσαι δὲ χορείην urge the rapid dance, AP9.403 (Maec.).    3. follow rapidly, ἐπερρώοντο τιθήνῃ Coluth.101.    II. flow or stream upon (one's head), χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ' ἀθανάτοιο his locks flowed waving from his head, Il.1.529; πλοχμοὶ . . ἐπερρώοντο κιόντι A.R.2.677.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρώομαι: παλαιὸς Ἐπικ. ἐνεστ.: Μέσ. ἀόρ. α΄ ἐπερρώσαντο: - χύνομαι ἐπάνωθεν, ἐπὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο, οἱ δὲ θεῖαι τρίχες τῆς κόμης ἐχύθησαν κυματίζουσαι ἐκ τῆς ἀθανάτου κεφαλῆς τοῦ ἄνακτος, Ἰλ. Α. 529· πλοχμοί... ἐπερρώοντο κιόντι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 677. 2) κινοῦμαι ἐλαφρῶς, ποσσὶν ἐπερρώσαντο, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «ἐπιτεταμένως καὶ ἐρρωμένως καὶ ἐντόνως ἐχόρευσαν» Ἡσ. Θ. 8, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 385· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐπίρρωσαι δὲ χορείην, κάμε τὸν χορὸν ζωηρότερον, γοργότερον, Ἀνθ. Π. 9. 403. 3) ἀκολουθῶ ταχέως, ἐπερρώοντο τιθήνῃ Κολοῦθ. 100. ΙΙ. καταβάλλω πᾶσαν τὴν δύναμίν μου εἴς τι, ἐργάζομαι μετὰ προθυμίας, μετὰ δοτ., ἔνθ’ ἅρα οἱ μύλαι εἵατο ποιμένι λαῶν· τῇσιν δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες, εἰργάζοντο πάσῃ δυνάμει, Ὀδ. Υ. 107· ὁμῶς δ’ ἐπὶ ἤματι νύκτα νήνεμον ἀκαμάτῃσιν ἐπερρώοντ’ ἐλάτῃσιν, ὡς τὸ Λατ. incumbere remis, ἡμέραν καὶ νύκτα ὁμοίως ἐν νηνεμίᾳ ἐκωπηλάτουν ἐντόνως, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 661. Πρβλ. ῥώομαι.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπερρωόμην;
s’agiter vivement, se démener : μύλαις δώδεκα ἐπερρώοντο γυναῖκες OD douze femmes travaillaient activement aux meules ; en parl. de cheveux flotter : κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο IL tomber en flottant de la tête du dieu.
Étymologie: ἐπί, ῥώννυμι.

English (Autenrieth)

see ῥώομαι, ipf. ἐπερρώοντο, plied their toil at the milis, Od. 20.107; aor. ἐπερρώσαντο, flowed down; χαῖται, Il. 1.529.