εὔστολος: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />bien équipé ; agile, léger.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στέλλω]]. | |btext=ος, ον :<br />bien équipé ; agile, léger.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στέλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔστολος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (για πλοία) [[ευσταλής]], καλά εξοπλισμένος<br /><b>2.</b> [[ευσταλής]], με [[ωραίο]] [[παράστημα]] («ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ [[εὔστολος]]»)<br /><b>3.</b> [[κόσμιος]], με αξιοπρεπή και ευγενική [[συμπεριφορά]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔστολον</i><br />το [[ωραίο]] [[παράστημα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ασφαλής]], [[βολικός]] («εὐσταλῆ λιμένα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ψυχική [[ευγένεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στολή]] «[[εξοπλισμός]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = εὐσταλής 1.1, ναῦς S.Ph.516 (lyr.); ὁλκάς A.R.1.603. 2 = εὐσταλής 1.4, Πλάτων Luc.Epigr.45 (acc. to Planudes).
German (Pape)
[Seite 1099] wohl gerüstet, wie εὐσταλής, ναῦς Soph. Phil. 512; ἐΰστολος ὁλκάς Ap. Rh. 1, 603. Bei Schol. Il. 1, 429 wird εὔζωνος dadurch erklärt.
Greek (Liddell-Scott)
εὔστολος: -ον, = εὐσταλής, ναῦς Σοφ. Φιλ. 516, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 603.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien équipé ; agile, léger.
Étymologie: εὖ, στέλλω.
Greek Monolingual
εὔστολος, -ον (ΑΜ)
1. (για πλοία) ευσταλής, καλά εξοπλισμένος
2. ευσταλής, με ωραίο παράστημα («ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ εὔστολος»)
3. κόσμιος, με αξιοπρεπή και ευγενική συμπεριφορά
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔστολον
το ωραίο παράστημα
μσν.
1. ασφαλής, βολικός («εὐσταλῆ λιμένα»)
2. το ουδ. ως ουσ. ψυχική ευγένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στολος (< στολή «εξοπλισμός»)].