εὐχαριστέω: Difference between revisions
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
(Bailly1_2) |
(eksahir) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être reconnaissant;<br /><b>2</b> rendre grâce, témoigner sa reconnaissance.<br />'''Étymologie:''' [[εὐχάριστος]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être reconnaissant;<br /><b>2</b> rendre grâce, témoigner sa reconnaissance.<br />'''Étymologie:''' [[εὐχάριστος]]. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[dar gracias]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 22 August 2017
English (LSJ)
A bestow a favour on, oblige, τῷ δήμῳ τῷ Δηλίων IG11 (4).665 (Delos, iii B.C.); τινι PPetr.2p.4 (iii B.C.), PHib.1.66.5 (iii B.C.). 2 to be thankful, return thanks, Decr. ap. D.18.92, IPE12.352.14 (Chersonesus, ii B.C.); τοῖς Αθηναίοις Posidon.36 J., cf. Phld. Ir.p.92 W., al.; ἐπί τινι or περί τινος for a thing, Plb.4.72.7, D.S.16.11, etc.; esp. to the gods, ἐπὶ τῷ ἐρρῶσθαί σε τοῖς θεοῖς εὐ. UPZ59.10 (ii B.C.), cf. LXX Ju.8.25, 1 Ep.Cor.1.4, etc.:—Pass., to be thanked, ηὐχαρίστηται κεραυνοῖς Hp.Ep.17; to be received with thanks, 2 Ep.Cor.1.11. 3 pray, τῷ θεῷ περί τινος PLond.2.413,418 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1108] dankbar sein, Dank abstatten; οὐκ ἐλλείψει εὐχαριστῶν καὶ ποιῶν ὅ τι ἂν δύνηται ἀγαθόν Dem. 18, 92, in einem Dekret der Byzantier; nach Phryn. 18 (wo Lob. zu vgl.) οὐδεὶς τῶν δοκίμων εἶπεν, ἀλλὰ χάριν εἰδέναι; nach Poll. 5, 141 εὐχ. ἐπὶ τῷ διδόναι χάριν, οὐκ ἐπὶ τῷ εἰδέναι, aber Pol. sagt εὐχαριστέω ἐπί τινι 16, 25, 1 = für Etwas danken; εὐχαρίστησε τοῖς Ἀθηναίοις Posidon. bei Ath. V, 213 e; περί τινος τοῖς θεοῖς D. Sic. 16, 11; oft in Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχᾰριστέω: ὡς καὶ νῦν, οἶδα χάριν, ἐκφράζω εὐχαριστίας, Ἐπιγραφ. ἀρχ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 34 (ἔνθα ἴδε Böckh), Ψήφισμα παρὰ Δημ. 257. 2· τινι Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 213Ε· ἐπί τινι ἢ περί τινος Πολύβ. 16. 25, 1, Διόδ. 16. 11. - Παθ., Ἱππ. Ἐπιστ. 1284. 31. 2) ἐκπέμπω εὐχαριστίας ἐν σχέσει πρὸς τὴν εὐλογίαν τῶν πέντε ἄρτων καὶ τοῦ ἄρτου τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ϛ΄, 11, κατὰ Λουκ. κβ΄, 19, Ἐπιστ. Α΄, πρὸς Κορινθ. ια΄, 24 (Εὐαγγ. κ. Ματθ. ϛ΄, 26, κτλ.). 3) ἐν σχέσει πρὸς τὴν θείαν μετάληψιν κατὰ τὴν εὐλογίαν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, Ἰουστῖνος Μάρτ. (Τρυφ. 41) Ἀπολ. Ι. 65, 66, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 813Α, κλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être reconnaissant;
2 rendre grâce, témoigner sa reconnaissance.
Étymologie: εὐχάριστος.