εὐθύπορος: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui va droit de l’avant;<br /><b>2</b> qui a un passage direct ; <i>particul.</i> dont les pores <i>ou</i> les conduites sont en ligne droite.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύς]], [[πόρος]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui va droit de l’avant;<br /><b>2</b> qui a un passage direct ; <i>particul.</i> dont les pores <i>ou</i> les conduites sont en ligne droite.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύς]], [[πόρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐθύπορος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που πορεύεται [[κατευθείαν]]<br /><b>2.</b> (για [[ήθος]]) [[ομαλός]], [[κόσμιος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[ευθύ]] [[πέρασμα]] («εὐθύπορον [[κέρας]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[ξύλο]]) αυτός που έχει [[ευθεία]] [[διάταξη]] στις ίνες του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐθυπόρως</i> (Μ)<br />[[κατευθείαν]], σε [[ευθεία]] [[γραμμή]] («βαδίζων εὐθυπόρως καὶ ἀπλανῶς», Νικ. Χων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A going straight, of colour, Democr. ap. Thphr.Sens.73; τάσις, opp. μεταληπτική, Gal.10.443: metaph., straightforward, ἦθος Pl.Lg. 775d. II with a straight passage, κέρας Arist.Aud.802b11; with straight grain, of wood, Thphr.CP5.17.3 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1071] geradeausgehend, gerade, Theophr. u. Sp.; übertr., ἦθος Plat. Legg. VI, 775 d, wie unser Geradsinn. – Vom Holze, mit geradegehenden Poren, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθύπορος: -ον, ὁ τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν πορευόμενος, μεταφ. εὐθύς, ἦθος Πλάτ. Νόμ. 775D. II. ἔχων εὐθὺν πόρον, κέρας Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 38· ἔχων εὐθεῖς πόρους, ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui va droit de l’avant;
2 qui a un passage direct ; particul. dont les pores ou les conduites sont en ligne droite.
Étymologie: εὐθύς, πόρος.
Greek Monolingual
εὐθύπορος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που πορεύεται κατευθείαν
2. (για ήθος) ομαλός, κόσμιος
3. αυτός που έχει ευθύ πέρασμα («εὐθύπορον κέρας», Αριστοτ.)
4. (για ξύλο) αυτός που έχει ευθεία διάταξη στις ίνες του.
επίρρ...
εὐθυπόρως (Μ)
κατευθείαν, σε ευθεία γραμμή («βαδίζων εὐθυπόρως καὶ ἀπλανῶς», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + πόρος «πέρασμα»].