Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θύνω: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf. poét.</i> θῦνον;<br />s’élancer avec impétuosité.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θέω]].
|btext=<i>impf. poét.</i> θῦνον;<br />s’élancer avec impétuosité.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θέω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[θύω]]), ipf. θῦνον: [[rush]] [[along]], [[charge]]. (Il. and Od. 24.449.)
}}
}}

Revision as of 15:28, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύνω Medium diacritics: θύνω Low diacritics: θύνω Capitals: ΘΥΝΩ
Transliteration A: thýnō Transliteration B: thynō Transliteration C: thyno Beta Code: qu/nw

English (LSJ)

[ῡ], only pres. and impf.,= θυνέω,

   A rush, dart along, θῦνε διὰ προμάχων Il.5.250, etc.; πάντῃ θῦνε σὺν ἔγχεϊ 20.493; ἀν' ὑλῆεν ὠκὺς ἔθυνεν ὄρος AP6.217.8 ([Simon.]): c. part., βασιλῆες θῦνον κρίνοντες they flitted to and fro ordering the ranks, Il.2.446; μνηστῆρας ὀρίνων θῦνε κατὰ μέγαρον Od.24.449: c. acc. cogn., θ. ἀτραπὸν ἰθεῖαν Nic.Th. 264: metaph., ἐπ' ἄλλοτ' ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον flits from one tale to another, Pi.P.10.54 (θύνων· ὁρμῶν, Erot. is not in our text of Hp.).    II = θύω (B), Τρώων καὶ Ἀχαιῶν θῦνε μεσηγὺ ἱστάμενος raged, Il.11.570; οἱ δὲ λύκοι ὣς θῦνον ib.73; θῦνε γὰρ ἂμ πεδίον ποταμῷ πλήθοντι ἐοικώς 5.87.

German (Pape)

[Seite 1226] = θύω, einherstürmen, eilen; Il. 2, 445; ἂμ πεδίον 5, 87. 10, 523; Pind. P. 10, 54; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

θύνω: ῡ, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., = θύω Β, θυνέω, ὁρμῶ, ἐφορμῶ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πολεμιστῶν ἐν μάχῃ, θῦνε διὰ προμάχων, ἐν προμάχοισιν Ἰλ. Ε. 250, κτλ.· θῦνε γὰρ ἂμ πεδίον αὐτόθι 87· πάντῃ θῦνε σὺν ἔγχεϊ Υ. 493· οἱ δὲ λύκοι ὣς θῦνον Λ. 73· θ. ἄμυδις Κ. 524· μετὰ μετοχ., θῦνον. - κρίνοντες, ἔσπευδον ἐδῶ καὶ ἐκεῖ παρατάττοντες τὰς τάξεις, Β. 446· μνηστῆρας ὀρίνων θῦνε κατὰ μέγαρον Ὀδ. Ω. 449: - μεταφ., ἐπ’ ἄλλοτ’ ἄλλον θύνει λόγον, σπεύδει ἀπὸ τῆς μιᾶς διηγήσεως εἰς τὴν ἄλλην, Πίνδ. Π. 10. 84.

French (Bailly abrégé)

impf. poét. θῦνον;
s’élancer avec impétuosité.
Étymologie: cf. θέω.

English (Autenrieth)

(θύω), ipf. θῦνον: rush along, charge. (Il. and Od. 24.449.)