ἱερόδουλος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />esclave attaché au service d’un sanctuaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[δοῦλος]]. | |btext=ου (ὁ, ἡ)<br />esclave attaché au service d’un sanctuaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[δοῦλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἱερόδουλος]], ὁ, ἡ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πόρνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δούλος]] που υπηρετούσε στον ναό κάποιου θεού<br />(«νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι», Φιλ.)<br /><b>2.</b> (το θηλ. πληθ.) <i>αἱ ἱερόδουλοι</i><br />γυναίκες που υπηρετούσαν στον ναό της Αφροδίτης και παρείχαν τον εαυτό τους σε [[συνουσία]] («το τε τῆς Ἀφροδίτης ἱερὸν... πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιερό]]- <span style="color: red;">+</span> [[δούλος]]. Η νεοελλ. σημ. «[[εταίρα]]» προέκυψε από την αρχ. εξειδικευμένη σημ. της λ. στο θηλ. <i>ιερόδουλοι</i>, <i>αι</i> «γυναίκες που υπηρετούσαν στον ναό της Αφροδίτης και παρείχαν τον εαυτό τους σε [[συνουσία]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A temple-slave, PCair.Zen.451 (iii B.C.), PHib.1.35.3 (iii B.C.), UPZ34.13 (ii B.C.), PTeb.6.25 (ii B.C.), SIG996.29 (Smyrna), BMus.Inscr.986.4 (Cyprus), OGI383.174 (Nemrud Dagh, i B.C.), etc.; νεωκόροι καὶ ἱ.Ph.2.420; of the Nethinim, LXX 1 Es.1.2, al.; esp. of templecourtesans at Corinth and elsewhere, Str.8.6.20, 6.2.6; also of men, Id.11.4.7, al.
German (Pape)
[Seite 1241] ὁ, ἡ, Sklaven u. Sklavinnen, die, zum Tempeldienste bestimmt, als den Göttern gehörig betrachtet werden; bes. in den Tempeln der Aphrodite in Korinth u. sonst; γυναῖκες Strab. VI, 272; Philo. Vgl. Hirt über die Hierodulen.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερόδουλος: ὁ, ἡ, δοῦλος ναοῦ, νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι Φίλων 2. 420· ἰδίως ἐπὶ δημοσίων ἑταιρῶν ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἀφροδίτης ἐν Κορίνθῳ, «ἃς ἀνετίθεσαν τῇ θεῷ καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες» Στράβ. 378, 272, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 87· κ. ἀλλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2327, 5082· ἴδε Κουρτ. Ἀνέκδ. Δελφ. σ. 16. κ. ἑξ.· - ἱεροδουλεία (ὀρθὸν δουλία), ἡ, ἑταιρεία τῶν ἱεροδούλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 6000. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 152.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
esclave attaché au service d’un sanctuaire.
Étymologie: ἱερός, δοῦλος.
Greek Monolingual
η (Α ἱερόδουλος, ὁ, ἡ)
νεοελλ.
πόρνη
αρχ.
1. δούλος που υπηρετούσε στον ναό κάποιου θεού
(«νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι», Φιλ.)
2. (το θηλ. πληθ.) αἱ ἱερόδουλοι
γυναίκες που υπηρετούσαν στον ναό της Αφροδίτης και παρείχαν τον εαυτό τους σε συνουσία («το τε τῆς Ἀφροδίτης ἱερὸν... πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερό- + δούλος. Η νεοελλ. σημ. «εταίρα» προέκυψε από την αρχ. εξειδικευμένη σημ. της λ. στο θηλ. ιερόδουλοι, αι «γυναίκες που υπηρετούσαν στον ναό της Αφροδίτης και παρείχαν τον εαυτό τους σε συνουσία»].