ἰοβλέφαρος: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux paupières noires, aux yeux noirs.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[βλέφαρον]]. | |btext=ος, ον :<br />aux paupières noires, aux yeux noirs.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[βλέφαρον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰοβλέφαρος]], δωρ. τ. ἰογλέφαρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βλεφαρίδες με το [[χρώμα]] του ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἰοβλέφαροι<br />καλλιβλέφαροι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλι</i>-<i>βλέφαρος</i>, <i>χρυσο</i>-<i>βλέφαρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. ἰογλέφ-, ον,
A violet-eyed, Pi.Fr.307; Χάριτες, Μοῦσαι, B.18.5, 8.3, cf. Man.5.145, Luc.Im.8.
German (Pape)
[Seite 1255] veilchen-, dunkeläugig; Aphrodite, Pind. bei Luc. imagg. 8, vgl. Imagg. 26; ἰογλέφαρος Pind. frg. 113.
Greek (Liddell-Scott)
ἰοβλέφᾰρος: Δωρ. ἰογλέφ-, ον, ἔχων βλέφαρα μὲ ἰοχρόους βλεφαρίδας Πινδ. Ἀποσπ. 113, Μανέθων 5. 145, Λουκ. Εἰκ. 8, Ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. : «ἰοβλέφαροι· καλλιβλέφαροι».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux paupières noires, aux yeux noirs.
Étymologie: ἴον, βλέφαρον.
Greek Monolingual
ἰοβλέφαρος, δωρ. τ. ἰογλέφαρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει βλεφαρίδες με το χρώμα του ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», Λουκιαν.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβλέφαροι
καλλιβλέφαροι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι-βλέφαρος, χρυσο-βλέφαρος].