καλλιώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au beau nom ; ὁ [[καλλιώνυμος]] sorte de poisson.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ὄνομα]].
|btext=ος, ον :<br />au beau nom ; ὁ [[καλλιώνυμος]] sorte de poisson.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ὄνομα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλιώνυμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] όνομα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[καλλιώνυμος]]<br />ο [[ιχθύς]] [[ουρανοσκόπος]] ο σκάβηρος («[[δράκων]], [[καλλιώνυμος]], [[κωβιός]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[ιδιώνυμος]], <i>καλ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐώνῠμος Medium diacritics: καλλιώνυμος Low diacritics: καλλιώνυμος Capitals: ΚΑΛΛΙΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: kalliṓnymos Transliteration B: kalliōnymos Transliteration C: kallionymos Beta Code: kalliw/numos

English (LSJ)

ον,

   A with beautiful name: as Subst., a kind of fish, Uranoscopus scaber, Hp.Vict.2.48, Arist.HA598a11, Men.31, Anaxipp.2.2: sens. obsc., Com.Adesp.1023.

German (Pape)

[Seite 1311] schönnamig. – Ein Fisch, Arist. H. A. 8, 13 Ael. H. A. 13, 4.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιώνῠμος: -ον, ἔχων ὡραῖον ὄνομα: ὡς οὐσιαστ., εἶδος ἰχθύος, οὐρανοσκόπος, Ἱππ. 357. 43, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3, Μένανδρ. ἐν «Ἀνατιθεμένῃ» 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλλιώνυμος· εἶδος ἰχθύος. Μεταφέροντες δέ τινες τὴν λέξιν καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου ἔτασσον ἀνδρὸς καὶ γυναικός»· ὁ αὐτ. ἐν λέξ. ψαμμοδύτης λέγει: «ἰχθύς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν». - Ὁ οὐρανοσκόπος κατὰ τὸν Κοραῆν, ὑπὸ μὲν τῶν Βυζαντίων νῦν καλεῖται βάτραχος, ὑπὸ δὲ τῶν Σμυρναίων βοῦφος (χυδ. μποῦφος) κτλ. Ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 68, 69 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au beau nom ; ὁ καλλιώνυμος sorte de poisson.
Étymologie: καλός, ὄνομα.

Greek Monolingual

καλλιώνυμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραίο όνομα
2. το αρσ. ως ουσ. καλλιώνυμος
ο ιχθύς ουρανοσκόπος ο σκάβηρος («δράκων, καλλιώνυμος, κωβιός», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ιδιώνυμος, καλ-ώνυμος. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].