ἱπποβοσκός: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui élève des chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[βόσκω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui élève des chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[βόσκω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο<br />[[γένος]] δίπτερων εντόμων της οικογένειας ιπποβοσκίδες, που [[είναι]] εξωπαράσιτα και απομυζούν το [[αίμα]] θηλαστικών και πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>hippobosca</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hippo</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ίππος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>bosca</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -[[βοσκός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]])].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποβοσκός Medium diacritics: ἱπποβοσκός Low diacritics: ιπποβοσκός Capitals: ΙΠΠΟΒΟΣΚΟΣ
Transliteration A: hippoboskós Transliteration B: hippoboskos Transliteration C: ippovoskos Beta Code: i(ppobosko/s

English (LSJ)

όν, (βόσκω)

   A feeding horses, Ael.NA6.10, Suid., Gloss.

German (Pape)

[Seite 1259] Rosse weidend, Ael. H. A. 6, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποβοσκός: -όν, (βόσκω) ὁ βόσκων ἵππους, Αἰλ. π. Ζ. 6. 10, Σουΐδ. ἐν λέξει βοτά.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui élève des chevaux.
Étymologie: ἵππος, βόσκω.

Greek Monolingual

ο
γένος δίπτερων εντόμων της οικογένειας ιπποβοσκίδες, που είναι εξωπαράσιτα και απομυζούν το αίμα θηλαστικών και πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hippobosca < hippo- (πρβλ. ίππος) + -bosca (πρβλ. -βοσκός (< βόσκω)].