κατασχηματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(Bailly1_3)
(19)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=former, façonner, figurer;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατασχηματίζομαι se conformer : πρὸς τὸ [[καλόν]] PLUT à ce qui est bien.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σχηματίζω]].
|btext=former, façonner, figurer;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατασχηματίζομαι se conformer : πρὸς τὸ [[καλόν]] PLUT à ce qui est bien.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σχηματίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατασχηματίζω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]]<br /><b>2.</b> [[βάζω]] στη [[σειρά]] [[καταστρώνω]], [[λογαριάζω]] ακριβώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαπλάσσω]] [[κάτι]] σε κάποιο [[σχήμα]], σε κάποια [[μορφή]], [[διαμορφώνω]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[περιβάλλω]], [[ντύνω]]<br /><b>3.</b> (παθ. και μέσ.) <i>κατασχηματίζομαι</i><br />[[παίρνω]] [[μορφή]] ανάλογη με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασχημᾰτίζω Medium diacritics: κατασχηματίζω Low diacritics: κατασχηματίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΧΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: kataschēmatízō Transliteration B: kataschēmatizō Transliteration C: kataschimatizo Beta Code: katasxhmati/zw

English (LSJ)

   A dress up or invest with a certain form or appearance, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως Isoc.11.24; κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Plu.Rom. 26:—Pass., to be conformed, modelled, Id.Lyc.27.

Greek (Liddell-Scott)

κατασχημᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, πλάττω μὲ σχῆμά τι, παρασκευάζω μέ τινα μορφὴν ἢ ἐξωτερικόν, ἐνδύω, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως Ἰσοκρ. 226A· κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Πλουτ. Ρωμ. 26, πρβλ. Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 448. 16·- Μέσ. ἢ Παθ., συμμορφοῦμαι, πρὸς τὸ καλὸν Πλουτ. Λυκ. 27· κατεσχηματισμένος, πλαστός, Βασιλ.· ὑπεκρίνετο καὶ κατεσχηματίζετο Θεοφύλακτ. Σιμ. 81. 3Β.

French (Bailly abrégé)

former, façonner, figurer;
Moy. κατασχηματίζομαι se conformer : πρὸς τὸ καλόν PLUT à ce qui est bien.
Étymologie: κατά, σχηματίζω.

Greek Monolingual

κατασχηματίζω (AM)
μσν.
1. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
2. βάζω στη σειρά καταστρώνω, λογαριάζω ακριβώς
αρχ.
1. διαπλάσσω κάτι σε κάποιο σχήμα, σε κάποια μορφή, διαμορφώνω
2. (κατ' επέκτ.) περιβάλλω, ντύνω
3. (παθ. και μέσ.) κατασχηματίζομαι
παίρνω μορφή ανάλογη με κάτι άλλο.