κεράστης: Difference between revisions
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui a des cornes, cornu.<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui a des cornes, cornu.<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κεράστης]], θηλ. [[κεραστίς]], -[[ίδος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κέρατα («κεράστην ἔλαφον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από [[κέρατο]] («[[κεράστης]] [[αὐλός]]»)<br /><b>3.</b> [[γένος]] φιδιών που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] viperidae<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] εντόμου που καταστρέφει τα σύκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> που συν. εμφανίζεται σε μεταρρηματικά παρ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A horned, ἔλαφος S.El.568; κάνθαρος Id.Ichn.300; of a ram, ὦ κεράστα E.Cyc.52 (lyr.); Πάν Antip.Oxy.662.49, Corn. ND27; Σάτυροι Luc.Bacch.1:—fem. κεραστίς, ίδος, of Io, A.Pr. 674. II as Subst., horned serpent or asp, Cerastes cornutus, Nic. Th.258, LXX Pr.23.32, D.S.3.50, Ael.NA1.57; οἱ κ. ὄφεις Call.Hist. 3. 2 pest which destroys fig-trees, Thphr.HP4.14.5, 5.4.5.
German (Pape)
[Seite 1422] gehörnt; ἔλαφος Soph. El. 558; vom Widder, Eur. Cycl. 52 u. Sp.; – als subst., ὁ, die Hornschlange, Nic. Th. 260 D. Sic. 3, 508. Emp. adv. log. 1, 252; – auch ein der Feige schädlicher Käfer, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κεράστης: -ου, ἡ, ἔχων κέρατα, ἔλαφος Σοφ. Ἠλ. 568· ἐπὶ κριοῦ, ὦ κεράστα Εὐρ. Κύκλ. 52· Σάτυροι Λουκ. Διόνυσ. 1· ― θηλ. κεραστίς, -ίδος, (οὐχὶ κέραστις, Ἀρκάδ. 35), ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ Προμ. 674. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὄφις τις κερασφόρος, Λατ. cerastes, Διόδ. 3. 50, Νικ. Θηρ. 258. 2) ἔντομόν τι καταστρέφον τὰ σῦκα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4. 5.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui a des cornes, cornu.
Étymologie: κέρας.
Greek Monolingual
ο (Α κεράστης, θηλ. κεραστίς, -ίδος)
1. αυτός που έχει κέρατα («κεράστην ἔλαφον», Σοφ.)
2. κατασκευασμένος από κέρατο («κεράστης αὐλός»)
3. γένος φιδιών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια viperidae
αρχ.
ονομασία εντόμου που καταστρέφει τα σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + κατάλ. -της που συν. εμφανίζεται σε μεταρρηματικά παρ.].