κνύω: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=gratter.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté avec [[κναίω]], [[κνίζω]]. | |btext=gratter.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté avec [[κναίω]], [[κνίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κνύω]] (Α)<br />[[ψηλαφίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ακόμη μια λ. της [[μεγάλης]] οικογένειας τών [[κνίζω]], <i>κνῶ</i>, [[κνίδη]], [[κνῖσα]], [[κνίψ]] κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. <i>hniuwan</i> «[[συντρίβω]]», το αρχ. νορβ. <i>hnjoda</i> «[[συντρίβω]]» και το λεττον. <i>kn</i><i>ū</i><i>du</i> «[[προκαλώ]] κνησμό»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
A scratch, πόθῳ μου' κνῡεν ἐλθὼν τὴν θύραν Ar.Th.481, cf. Men. 1021.
Greek (Liddell-Scott)
κνύω: (κνάω) κτυπῶ τι ἐλαφρῶς ὡς νὰ ξέω ἢ νὰ ψηλαφῶ αὐτό, πόθῳ μου ’κνυεν ἐλθὼν τὴν θύραν Ἀριστοφ. Θεσμ. 481· πρβλ. κνῦμα.
French (Bailly abrégé)
gratter.
Étymologie: DELG apparenté avec κναίω, κνίζω.
Greek Monolingual
κνύω (Α)
ψηλαφίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ακόμη μια λ. της μεγάλης οικογένειας τών κνίζω, κνῶ, κνίδη, κνῖσα, κνίψ κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hniuwan «συντρίβω», το αρχ. νορβ. hnjoda «συντρίβω» και το λεττον. knūdu «προκαλώ κνησμό»].