κρωβυλώδης: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />semblable à un toupet.<br />'''Étymologie:''' [[κρωβύλος]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />semblable à un toupet.<br />'''Étymologie:''' [[κρωβύλος]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κρωβυλώδης]], -ῶδες (Α) [[κρωβύλος]]<br />αυτός που μοιάζει με κρωβύλο, με κότσο, με [[πλεξίδα]] [[κόμης]] («πλακοῡντα ἐξ ἐντέρων κρωβυλώδη τὴν πλοκήν», <b>Λουκιαν.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like the κρωβύλος, Luc.Lex.13.
German (Pape)
[Seite 1517] ες, dem Vorigen ähnlich, πλοκή Luc. Lexiph. 13.
Greek (Liddell-Scott)
κρωβῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κρώβυλον, Λουκ. Λεξιφ. 13.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un toupet.
Étymologie: κρωβύλος, -ωδης.
Greek Monolingual
κρωβυλώδης, -ῶδες (Α) κρωβύλος
αυτός που μοιάζει με κρωβύλο, με κότσο, με πλεξίδα κόμης («πλακοῡντα ἐξ ἐντέρων κρωβυλώδη τὴν πλοκήν», Λουκιαν.).