λαμπροφωνία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(Bailly1_3)
(22)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />voix claire <i>ou</i> forte.<br />'''Étymologie:''' [[λαμπρόφωνος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />voix claire <i>ou</i> forte.<br />'''Étymologie:''' [[λαμπρόφωνος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λαμπροφωνία]], ιων. τ. λαμπροφωνίη, ἡ (Α) [[λαμπρόφωνος]]<br />το να έχει [[κάποιος]] [[λαμπρή]], δυνατή και ευκρινή [[φωνή]] («οὐ κατὰ λαμπροφωνίην ἐπιτιθέμενοι ἄλλοι σφέας παρακλήιουσι», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 13] ἡ, helle, laute Stimme des Herolds, Her. 6, 60; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
voix claire ou forte.
Étymologie: λαμπρόφωνος.

Greek Monolingual

λαμπροφωνία, ιων. τ. λαμπροφωνίη, ἡ (Α) λαμπρόφωνος
το να έχει κάποιος λαμπρή, δυνατή και ευκρινή φωνή («οὐ κατὰ λαμπροφωνίην ἐπιτιθέμενοι ἄλλοι σφέας παρακλήιουσι», Ηρόδ.).