κωδωνοφαλαρόπωλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ος;<br />dont les chevaux ont des grelots attachés aux harnais.<br />'''Étymologie:''' [[κώδων]], [[φάλαρα]], [[πῶλος]].
|btext=ος, ος;<br />dont les chevaux ont des grelots attachés aux harnais.<br />'''Étymologie:''' [[κώδων]], [[φάλαρα]], [[πῶλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κωδωνοφαλαρόπωλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κουδούνια στα [[φάλαρα]] του αλόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώδων]] <span style="color: red;">+</span> [[φάλαρα]] «τα κοσμήματα που προσδένονται στο [[μέτωπο]] ή στα καλύμματα τών [[γνάθων]] τών αλόγων [[μαζί]] με τα χαλινάρια» <span style="color: red;">+</span> [[πῶλος]] «μικρό [[άλογο]], [[πουλάρι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ενδοξό</i>-<i>πωλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος Medium diacritics: κωδωνοφαλαρόπωλος Low diacritics: κωδωνοφαλαρόπωλος Capitals: ΚΩΔΩΝΟΦΑΛΑΡΟΠΩΛΟΣ
Transliteration A: kōdōnophalarópōlos Transliteration B: kōdōnophalaropōlos Transliteration C: kodonofalaropolos Beta Code: kwdwnofalaro/pwlos

English (LSJ)

ον,

   A with jingling harness, coined by Ar.Ra.963, as a parody on Aeschylus.

German (Pape)

[Seite 1541] Μέμνονες, werden bei Ar. Ran. 961 von Euripides dem Aeschylus als Beispiel seiner langen Wortzusammensetzungen vorgeworfen, Schellenglocken am Kopfschmucke der Pferde hangen habend, »mit Schellenzaumesgaulen«, Droysen.

Greek (Liddell-Scott)

κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος: -ον, ὁ ἔχων κώδωνας ἐπὶ τῶν φαλάρων τοῦ ἵππου του, ἔχων κωδωνίζοντα χαλινόν, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 963, ὡς παρῳδία τοῦ Αἰσχύλου· ἴδε κώδων ἐν ἀρχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
dont les chevaux ont des grelots attachés aux harnais.
Étymologie: κώδων, φάλαρα, πῶλος.

Greek Monolingual

κωδωνοφαλαρόπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κουδούνια στα φάλαρα του αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + φάλαρα «τα κοσμήματα που προσδένονται στο μέτωπο ή στα καλύμματα τών γνάθων τών αλόγων μαζί με τα χαλινάρια» + πῶλος «μικρό άλογο, πουλάρι» (πρβλ. ενδοξό-πωλος)].