λέμνα: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />lentille d’eau, <i>plante de marais</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG - *** [[λίμνη]] ???
|btext=ης (ἡ) :<br />lentille d’eau, <i>plante de marais</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG - *** [[λίμνη]] ???
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[λέμνα]])<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με την σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[τάξη]] αρώδη και [[είναι]] [[τυπικός]] [[αντιπρόσωπος]] της οικογένειας λεμνίδες.
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέμνα Medium diacritics: λέμνα Low diacritics: λέμνα Capitals: ΛΕΜΝΑ
Transliteration A: lémna Transliteration B: lemna Transliteration C: lemna Beta Code: le/mna

English (LSJ)

ἡ, a water-plant,

   A star-grass, Callitriche verna, Thphr.HP 4.10.1.

German (Pape)

[Seite 28] ἡ, eine Pflanze im stehenden Wasser, wahrscheinlich die Wasserlinse, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λέμνα: ἡ, εἶδος ἐνύδρου φυτοῦ, Lemna palustris, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 1.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
lentille d’eau, plante de marais.
Étymologie: DELG - *** λίμνη ???

Greek Monolingual

η (Α λέμνα)
γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με την σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αρώδη και είναι τυπικός αντιπρόσωπος της οικογένειας λεμνίδες.