λειψόθριξ: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />qui a perdu ses cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[θρίξ]]. | |btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />qui a perdu ses cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[θρίξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λειψόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαδήσει τις [[τρίχες]] του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει χάσει τα περισσότερα από τα μαλλιά του, [[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λειψός]] <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυανό</i>-[[θριξ]], [[λευκό]]-[[θριξ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
τρῐχος, ὁ, ἡ, τό,
A having lost their hair, μέρη Ael.NA14.4.
German (Pape)
[Seite 27] τριχος, der die Haare verloren hat, Ael. H. A. 14, 4.
Greek (Liddell-Scott)
λειψόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἀπολέσας τὴν κόμην του, Αἰλ. π. Ζ. 14. 4.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
qui a perdu ses cheveux.
Étymologie: λείπω, θρίξ.
Greek Monolingual
λειψόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει μαδήσει τις τρίχες του
2. αυτός που έχει χάσει τα περισσότερα από τα μαλλιά του, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό-θριξ, λευκό-θριξ].