λαιψηρός: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br />véhément, rapide, agile.<br />'''Étymologie:''' préf. λα-, [[αἶψα]]. | |btext=ά, όν :<br />véhément, rapide, agile.<br />'''Étymologie:''' préf. λα-, [[αἶψα]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[nimble]], [[swift]]; adv., λαιψηρὰ ἐνώμᾶ, ‘plied [[nimbly]],’ Il. 15.269. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:33, 15 August 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A light, nimble, swift, λαιψηρά τε γοῦνα Il.22.204, al.; of persons, light-footed, swift, 21.264; λ. βελέεσσιν ib.278; ἀνέμων λ. κέλευθα 14.17; λ. δρόμος, πόδες, Pi.P.121, N.10.63, B.Scol.Oxy. Fr.4.9; γνάθοι E.Alc.494; πόλεμοι Pi.O.12.4: neut. pl. as Adv., swiftly, E.Ion717 (lyr.), Opp.H.1.237: regul. Adv. -ρῶς ib.5.660.
German (Pape)
[Seite 8] (vgl. αἰψηρός), 1) schnell, schnellfüßig, Ἀχιλλεύς, Il. 21, 264, ὅς οἱ ἐπῶρσε μένος λαιψηρά τε γοῦνα, 22, 204 u. öfter; auch λαιψηροῖς ὀλέεσθαι Ἀπόλλωνος βελέεσσι, 21, 278, u. ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα, 14, 17; δρόμος, Pind. P. 9, 125; πόλεμοι, Ol. 12, 4; πόδες, N. 10, 63, wie Eur. Hel. 555 u. öfter; adverbial, λαιψηρὰ πηδᾷ, Ion 717 u. sp. D., wie Ap. Rh. ἀνέμου λαιψηρὰ ἀέντος, 4, 246, u. öfter von Winden; λαιψηρότεροι φέβονται, Opp. Cyn. 4, 446. – 2) nach den VLL. soll es bei den Lacedämoniern ἡμίξηρος bedeutet haben.
Greek (Liddell-Scott)
λαιψηρός: -ά, -όν, ἐλαφρός, κοῦφος, ταχύς, εὐκίνητος, λαιψηρά τε γοῦνα Ἰλ. Χ. 204, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, ἔχων κοῦφον τὸν πόδα, εὐκίνητος, ὠκύς, Φ. 264· οὕτω, λαιψηροῖς βελέεσσι Φ. 278· ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα Ξ. 17· λ. δρόμος, πόδες Πινδ. Π. 9. 215, Ν. 10. 118· γνάθοι Εὐρ. Ἄλκ. 494· πόλεμοι Πινδ. Ο. 12. 5· ― οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὁρμητικῶς, ταχέως, Εὐρ. Ἴων 717. (Ποιητ. λέξ., ἀναμφιβόλως = αἰψηρός, ἐκ τοῦ αἶψα, πρβλ. Λλ. ΙΙ. 2).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
véhément, rapide, agile.
Étymologie: préf. λα-, αἶψα.
English (Autenrieth)
nimble, swift; adv., λαιψηρὰ ἐνώμᾶ, ‘plied nimbly,’ Il. 15.269.