λινόζωστις: Difference between revisions
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως <i>ou</i> ιδος (ἡ) :<br />mercuriale, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[ζώννυμι]]. | |btext=εως <i>ou</i> ιδος (ἡ) :<br />mercuriale, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[ζώννυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ζώστις, -ώστεως και -ώστιδος και ιων. γεν. ώστιος, ἡ (Α) [[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωστις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώννυμι]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:43, 29 September 2017
English (LSJ)
(in codd. sts. wrongly λῐνο-ζῶστις), εως (Gal.14.760, 19.128) and ιδος (Id.12.63, 19.96), Ion. ιος (Hp.Epid.7.92), ἡ,
A mercury, Mercurialis annua, Hp.Mul.2.135, Epid.l. c., Dsc.4.189: dat. λινοζώστῳ v.l. in Aret.CA1.2. 2 λ. ἀγρία ἄρρην dog's mercury, Mercurialis perennis, Ps.-Dsc.4.190.
German (Pape)
[Seite 49] ἡ, eine Pflanze, Bingelkraut; Arist. plant. 2, 6; Hippocr. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόζωστις: (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε ἡμαρτημένως, -ζῶστις), εως καὶ ιδος (ἀμφότερα παρὰ Γαλην.), Ἰων. ιος, ἡ, σκαρολάχανον ἢ σκαρόχορτον, Ἱππ. 653. 52., 1234D, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6. 10, Διοσκ. 4. 191.
French (Bailly abrégé)
εως ou ιδος (ἡ) :
mercuriale, plante.
Étymologie: λίνον, ζώννυμι.
Greek Monolingual
ζώστις, -ώστεως και -ώστιδος και ιων. γεν. ώστιος, ἡ (Α) είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ζωστις (< ζώννυμι)].