μαιμάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[μαιμάω]].
|btext=<i>c.</i> [[μαιμάω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μαιμάσσω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[μαιμώ]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] τρόμο σε κάποιον, [[τρομάζω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[μαιμάω]] που εμφανίζει [[επίθημα]] -(<i>ά</i>)<i>σσω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαιμ</i>-<i>άσσω</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαιμάσσω Medium diacritics: μαιμάσσω Low diacritics: μαιμάσσω Capitals: ΜΑΙΜΑΣΣΩ
Transliteration A: maimássō Transliteration B: maimassō Transliteration C: maimasso Beta Code: maima/ssw

English (LSJ)

   A = μαιμάω, AP9.272 (Bianor); ἐμαίμασσεν ἐκ κοιλίας μητρός LXX Jb.38.8; dub.l., ib.Je.4.19.

Greek (Liddell-Scott)

μαιμάσσω: τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 9. 272· - μαιμάζω· «μαιμάζει, σφύζει, κλονεῖται πηδᾷ, κυματοῦται, καχλάζει, καταδαπανᾶται, καταναλίσκει» παρὰ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

c. μαιμάω.

Greek Monolingual

μαιμάσσω (AM)
1. μαιμώ
2. προκαλώ τρόμο σε κάποιον, τρομάζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαιμάω που εμφανίζει επίθημα -(ά)σσω (πρβλ. λαιμ-άσσω)].