μελίρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui laisse couler le miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[ῥέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui laisse couler le miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[ῥέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μελίρρυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που το [[στόμα]] του στάζει [[μέλι]], [[μελιστάλαχτος]], [[μελισταγής]] («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους [[τρεις]] Ιεράρχες)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν το [[μέλι]] («[[φωνή]] μελίρρυτη»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμό</i>-<i>ρρυτος</i>, <i>αλί</i>-<i>ρρυτος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίρρῠτος Medium diacritics: μελίρρυτος Low diacritics: μελίρρυτος Capitals: ΜΕΛΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: melírrytos Transliteration B: melirrytos Transliteration C: melirrytos Beta Code: meli/rrutos

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A κρῆναι Pl. Ion 534b.

Greek (Liddell-Scott)

μελίρρῠτος: -ον, = τῷ προηγ., κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 6. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui laisse couler le miel.
Étymologie: μέλι, ῥέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίρρυτος, -ον)
1. αυτός που το στόμα του στάζει μέλι, μελιστάλαχτος, μελισταγής («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους τρεις Ιεράρχες)
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλιφωνή μελίρρυτη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμό-ρρυτος, αλί-ρρυτος].