μεταπέμπω: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=envoyer vers;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταπέμπομαι (<i>ao.</i> μετεπεμψάμην) envoyer à la recherche de, mander, envoyer chercher.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πέμπω]]. | |btext=envoyer vers;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταπέμπομαι (<i>ao.</i> μετεπεμψάμην) envoyer à la recherche de, mander, envoyer chercher.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πέμπω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[μετά]] and [[πέμπω]]; to [[send]] from [[elsewhere]], i.e. ([[middle]] [[voice]]) to [[summon]] or [[invite]]: [[call]] ([[send]]) for. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:49, 25 August 2017
English (LSJ)
A send after or for, Ἀγαμέμνονος πέμψαντος . . μέτα having sent for thee, E.Hec.504; παρ' Εὐχαρίδου τρεῖς ἄγλιθας μετέπεμψα Ar.V.680. II mostly in Med., μεταπέμπεσθαί τινα summon, Hdt.1.41, al., Ar.Ach.1087, al., Antipho 1.15, etc.; of things, send for, σῖτον OGI56.17 (Canopus, iii B.C.), etc.: Th. uses Act. and Med. indifferently, cf. 1.112,4.30,6.52, with 2.29, 5.82:—Pass., μεταπεμφθῆναι to be sent for, D.28.14, cf. Pl.Prt.319b; ἐξ Ἀθηνῶν μεταπεπέμφθαι Phld.Mus.p.28 K.
German (Pape)
[Seite 152] nachschicken, nach Jemandem abschicken; gew. im med., nach Einem schicken und ihn zu sich holen lassen, τοὺς φίλους, Ar. Plut. 341;. Thuc. 1, 112; Plat. Conv. 175 c; ἐμὲ εἰς τὴν θόλον, Apol. 32 c, öfter; aber auch pass., ὁρῶ τοὺς οἰκοδόμους μεταπεμπομένους, Prot. 319 b; Xen. Cyr. 1, 3, 1; schicken und holen lassen, 6, 2, 1 u. Sp., wie Luc. D. Mort. 12, 3. – Adj. verb. μεταπεμπτέος, herbeizuholen, Thuc. 6, 25.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπέμπω: πέμπω κατόπιν τινός, ζητῶν τινα, προσκαλῶ, Ἀγαμέμνονος πέμψαντος... μέτα, προσκαλέσαντός σε, Εὐρ. Ἑκ. 504· παρ’ Εὐχαρίδου τρεῖς ἄγλιθας μετέπεμψα Ἀριστοφ. Σφ. 679· ἴδε κατωτ. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μεταπέμπεσθαί τινα, καλεῖν, προσκαλεῖν τινα δι’ ἀπεσταλμένου, Λατ. arcessere, Ἡρόδ. 1. 41, 77, 108, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1087, κ. ἀλλ., Ἀντιφῶν 113, 7, κτλ.· - ὁ Θουκ. φαίνεται ὅτι μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀδιαφόρως, πρβλ. 1. 112., 4. 30., 6. 52, πρὸς τὰ 2. 29., 5. 82· - παθ., μεταπεμφθῆναι, προσκληθῆναι, Δημ. 839. 29, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 319Β.
French (Bailly abrégé)
envoyer vers;
Moy. μεταπέμπομαι (ao. μετεπεμψάμην) envoyer à la recherche de, mander, envoyer chercher.
Étymologie: μετά, πέμπω.
English (Strong)
from μετά and πέμπω; to send from elsewhere, i.e. (middle voice) to summon or invite: call (send) for.