ματία: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> entreprise vaine;<br /><b>2</b> erreur, folie.<br />'''Étymologie:''' [[μάτη]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> entreprise vaine;<br /><b>2</b> erreur, folie.<br />'''Étymologie:''' [[μάτη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ματία]], ιων. τ. ματίη, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> μάταιη, ανώφελη, άκαρπη [[επιχείρηση]], [[απόπειρα]] ή [[προσπάθεια]]<br /><b>2.</b> [[απερισκεψία]], [[πλάνη]], [[ανοησία]], [[σφάλμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάτη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, (μάτη)
A vain attempt, bootless enterprise, ἡμετέρῃ ματίῃ Od.10.79. 2 folly, error, A.R.1.805, 4.367.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰτία: Ἰων. -ίη, ἡ, (μάτη) ματαία ἐπιχείρησις, ἀνωφελής, ἄκαρπος ἐπιχείρησις, ἡμετέρῃ ματίῃ Ὀδ. Κ. 79· ― ἀφροσύνη, πλάνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 805., Δ. 367.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 entreprise vaine;
2 erreur, folie.
Étymologie: μάτη.
Greek Monolingual
ματία, ιων. τ. ματίη, ἡ (Α)
1. μάταιη, ανώφελη, άκαρπη επιχείρηση, απόπειρα ή προσπάθεια
2. απερισκεψία, πλάνη, ανοησία, σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάτη + κατάλ. -ία].