μεταιτέω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />demander une part : τινός, de qch ; mendier, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[αἰτέω]].
|btext=-ῶ :<br />demander une part : τινός, de qch ; mendier, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[αἰτέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> ζητώ το μερίδιό μου από [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης, μεταιτεῖν [[μέρος]] τινός, σε Αριστοφ.· αμτβ., μεταιτῶ [[παρά]] τινος, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζητιανεύω]], ζητώ [[ελεημοσύνη]], με αιτ. προσ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[επαιτώ]], ζητώ με [[επιμονή]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταιτέω Medium diacritics: μεταιτέω Low diacritics: μεταιτέω Capitals: ΜΕΤΑΙΤΕΩ
Transliteration A: metaitéō Transliteration B: metaiteō Transliteration C: metaiteo Beta Code: metaite/w

English (LSJ)

   A demand one's share of, c. gen. rei, τῆς βασιληΐης μ. Hdt. 4.146, cf. 7.150; also μέρος τινὸς μ. Ar.V.972.    2 abs., μ. παρά τινος D.19.222, cf. Luc.Nec.17.    II beg of, ask alms of, c. acc. pers., Ar.Eq.775.    III beg, solicit, τὴν ἐφήμερον τροφήν Luc. Cyn.2.

German (Pape)

[Seite 147] seinen Theil wovon fordern, μέρος τινός, Ar. Vesp. 972; τῆς βασιληΐης μεταιτέοντες, Her. 4, 146, τί, 7, 150; auch παρὰ τούτων, ἀφ' ὧν εἰλήφασι, μεταιτεῖν, Dem. 19, 222, von diesen einen Theil von dem, was sie bekommen haben, fordern; u. Sp., auch abs., Luc. Necyom. 17; – τινά, von Einem fordern, Ar. Equ. 772.

Greek (Liddell-Scott)

μεταιτέω: ἀπαιτῶ τὸ μερίδιόν μου ἔκ τινος, τῆς βασιληίης μ. Ἡρόδ. 4. 146, πρβλ. 7. 150. 2) ἐνίοτε ὁρίζεται τὸ μέρος τὸ ὁποῖον ἀπαιτεῖ τις, μέρος τινὸς μ. Ἀριστοφ. Σφ. 972· πρβλ. μεταδίδωμι. 3) ἀπολ., μ. παρά τινος Δημ. 410. 12. ΙΙ. ἐκλιπαρῶ, παρακαλῶ, μετ’ αἰτιατ. προσώπ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 775. ΙΙΙ. ἐπαιτῶ, διαφέρεις γὰρ οὐδὲν σὺ τῶν πτωχῶν, οἳ τὴν ἐφήμερον τροφὴν μετεταιτοῦσιν Λουκ. Κυνικὸς 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
demander une part : τινός, de qch ; mendier, acc..
Étymologie: μετά, αἰτέω.

Greek Monotonic

μεταιτέω: μέλ. -ήσω,
I. ζητώ το μερίδιό μου από κάτι, με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης, μεταιτεῖν μέρος τινός, σε Αριστοφ.· αμτβ., μεταιτῶ παρά τινος, σε Δημ.
II. ζητιανεύω, ζητώ ελεημοσύνη, με αιτ. προσ., σε Αριστοφ.
III. επαιτώ, ζητώ με επιμονή, σε Λουκ.